Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Αθανάσιος Σίσκος-Ποιητική συλλογή:"Πες το μ΄έναν στίχο" (στίχοι).



                    

                          Σ’ ΑΦΗΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ


    Μες στη ματιά του φεγγαριού
ξεχώρισα ένα δάκρυ.
Μοιάζει να νιώθει του καημού 
 τη συννεφιά που θά ‘ρθει.

                       Δεν μας ορμήνεψε καλά
η μοίρα τ’ όνειρό μας.
Νεράιδα πια δε μας κοιτά
απ’ το παράθυρό μας.

   Σ’ άφησα στην πόρτα σου μια νύχτα φως μου,
όμορφη του καλοκαιριού.
Κι έγινε στα χείλη το φιλί καημός μου,
γιατί ήταν του αποχωρισμού.

   Σαν τελευταία προσευχή
που λαχταρά ν’ ανέβει,
η τρομαγμένη μου ψυχή
το λυτρωμό γυρεύει.

                       Απ’ των χειλιών σου τη δροσιά
σταγόνα έχω κρατήσει,
να ξεδιψώ στη μοναξιά
που η μοίρα μ’ έχει ορίσει.





                ΧΙΟΣ


    Πρώτο ταξίδι ερωτικό
αξιώθηκα να ‘χω κι εγώ,
στις ευωδιές του ονείρου,
στις θάλασσες του Ομήρου.

    Έριξα άγκυρα βαριά
και φόρτωσα χίλια φιλιά
κρυφά από τα κοράλλια
στης Χίος τ’ ακρογιάλια.

   Η αγάπη μου σταγόνα πικραμύγδαλο,
σε πλήγωσε καρδούλα μου νησιώτικη.
Το δάκρυ σου στο μάγουλο ένα κρύσταλλο,
γλυκιά που έτρεξε μαστίχα χιώτικη.

   Στης Χίος τις ανηφοριές,
στων δέντρων τις λαβωματιές,
κρατήσαμε στα χέρια
του ονείρου μας τ’ αστέρια.

    Στου έρωτα το πρόσταγμα
με κέρασες απόσταγμα
- αιθέριο μου κορμάκι -
μαστίχας κλωναράκι.





   Ο ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ


    Στον κύκλο της παλιάς ανέμης
αγάπης βάσανο γυρίζει.
Κι αν χρόνια τώρα περιμένεις
το παραμύθι δεν αρχίζει.

   Μικρού παιδιού η ευχή μια σμίλη,
ανάγκη σμίλεψε στο λίθο.
Ν’ ακούσει απ’ της φωτιάς τα χείλη
τον τελευταίο της το μύθο.

   Το παραμύθι ξεκινάει .
Γιορτή στου ονείρου τα παλάτια.
Μα το κακό παραφυλάει
στης νύχτας τ’ άδεια μονοπάτια.

   Στο παραμύθι μας που λέτε
ο έρωτας στοιχηματίζει.
Μια αγάπη αλλιώτικη γεννιέται
και στ’ άψυχα, ψυχή ορίζει.


   Σε σκοτεινή γωνιά του κάστρου
ο Μολυβένιος Στρατιώτης
αναζητά το φως του άστρου
κι η μοίρα γνέθει το σκοπό της.


 
    Στο ανέμισμα της μπαλαρίνας
οι δυο ματιές γλυκά ανταμώσαν
και στ’ αντιθώριο της βιτρίνας
αιώνιο όρκο αγάπης δώσαν.

   Μα ποια αμαρτία τους τυλίγει,
σαν σύννεφο τους κυνηγάει
και πριν ακόμα η γλύκα φύγει
μες στη φωτιά τους οδηγάει.

   Στη στάχτη μεσ’ αναγαλλιάζει
η μολυβένια του καρδούλα.
Μ’ ας είναι κι έτσι δεν πειράζει.
Μην κλαις μικρή χορευτριούλα.

   Στους μαύρους θόλους της καρδιάς μου
τ’ αστέρι σου θα τρεμοσβήνει.
Και στα νυχτέρια, ο έρωτάς μου,
το παραμύθι σου θα γίνει .

        ΓΑΛΑΖΙΟ ΜΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙ


   Με τις αχτίδες του πλανόδιου φεγγαριού,
κουβέντα αγάπης έπιασα πίσω απ’ τα σύννεφα.
Και μία χάρη για μια κόρη του γιαλού,
- στην αγκαλιά της να κλειστώ για πάντα – ζήτησα.

   Στο πιο μυστήριο πανηγύρι τ’ ουρανού,
σχωρέσαμε του έρωτα όλα τα κρίματα.
Με το κρασί του τελευταίου ποτηριού
μεθύσαμε και πέσαμε μέσα στα κύματα.

   Γαλάζιο μου φεγγάρι,
στων οματιών της την ακτή
ν’ αφήσεις να με βγάλει
η αχτίδα σου η πιο μικρή.

    Απ’ των ματιών της τα παράθυρα να μπω,
με τον καθρέφτη που έπεσε βαθιά στο πέλαγο.
Και σαν αστέρι των θαυμάτων να σταθώ 
στου λογισμού της τ’ όνειρο το ανεκπλήρωτο.

    Κι αν είναι ο λόγος όπως λένε εν αρχή
γιατί η καρδιά μου σκίρτησε στο πρώτο κοίταγμα.
Και σαν η αγάπη μίλησε μες την ψυχή
τα μάτια της νοτίσανε του αγέρα φύσηγμα.





                                              ΑΓΡΙΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ

                        1.    Απ’ τη ζωή σου πέταξα
σαν άγριο περιστέρι.
Ένα φτερό σου έταξα
και μου ‘δωσες το χέρι.

   2. Μη μου ζητάς να σου μιλώ                  3. Μη μου ζητάς μια Κυριακή

γι’ αστέρια και φεγγάρια.              στιχάκια να σου χτίσω.
Δεν έμαθα ν’ ακολουθώ          Δε θα βρεθεί μια μουσική
Του έρωτα τ’ αχνάρια.                   να σου τα τραγουδήσω.

4. Μίλησα με την άβυσσο             5. Χτύπησα στον Παράδεισο
κι είπε πως δεν με θέλει.           και μου ‘παν οι αγγέλοι
Το δρόμο λέει να πορευτώ        με του έρωτα την άλυσο
μ' εκείνη που με θέλει.         να μείνουμε δεμένοι               

6. Σαν χελιδόνι γύρισα                               7. Μάθε μου να παραμιλώ
μπρος στο παράθυρό σου                          στ’ όνειρο που σε βλέπω,
και μια φωλιά σου έχτισα                          με λέξεις που αναζητώ
ν’ αφήσεις τ’ όνειρό σου.                          και δίπλα μου τις έχω.

             


ΚΡΥΦΗ ΜΟΥ ΕΝΝΟΙΑ

              1.Μία ροδιά μεγάλωσα                    2. Το «σ’ αγαπώ» απ’ την καρδιά

στάλες ρουμπίνια νά ‘βρω     θα σου το παραγγείλω.
και δαχτυλίδι στόλισα           Με τον Ερμή του έρωτα
το λόγο σου να πάρω.            απόψε θα στο στείλω.


3. Στο δαχτυλάκι σου το πιο γλυκό
η έννοια μου κρυφά πετάει
κι η αγωνία μου στο έπακρο
νύχτες ατέλειωτες μετράει.

    4.Ποιος θα μου πει το ριζικό     5. Στης συννεφιάς το ξέφωτο
κι η μοίρα τι ορίζει                 μου έγνεψε ένα αστέρι.
για την αγάπη που ποθώ,       Του έρωτα το ριζικό 
   ποιος άραγε γνωρίζει.                    κανένας δεν το ξέρει.



                               ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΧΕΙΜΩΝΕΣ

    Ήτανε δύσκολοι ετούτοι οι χειμώνες.
Το κρύο επερίσσεψε στ’ αλώνι της ψυχής μας.
Μιαν επανάληψη γραμμένη στους αιώνες
που ένοχα απάντησε στο «αμήν» της εποχής μας.

    Μην τα κοιτάς ξανά τα σύννεφα που μοιάζουν
με πνεύματα που αρρώστησαν και βρέχουν αμαρτίες.
Μορφές παράξενες το βλέμμα σου σκιάζουν
καθώς επαληθεύονται οι άγιες προφητείες.

    Ρίξαμε άσωτα το νου μας στο μαγγάνι
κι η ελπίδα μας ξεθώριασε στ’ ασύδοτο λιοπύρι.
Κι αν πολεμήσαμε, τι έχει αυτό να κάνει
για το νερό που αρνήθηκε της δίψας το ποτήρι.

    Μα η αγάπη σου Θεέ μου δεν τελειώνει.
Κι η άνοιξη αποζητά το γνώριμο τραγούδι
που μαρτυρά γλυκά το πρώτο χελιδόνι
κι ο άγγελος που κουβαλά της Παναγιάς λουλούδι.


                    
                                    ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΗ

   Σαν τόξο ουράνιο, διώξε το φως της αστραπής.
Στη βελουδένια σου ψυχή η μπόρα δεν ταιριάζει.
Κι αν ανεβήκανε καρδιά μου οι τόνοι της φωνής,
μια καταιγίδα μοναχή τον κόσμο δεν αλλάζει.

             Αγάπη μου,
μιαν αδυσώπητη φωτιά
στο στήθος μου αργοκαίει.
 Αγάπη μου,
η δακρυσμένη σου ματιά
πόσα παράπονα μου λέει.

     Νιώθω τα κύματα του χαλασμού να σε χτυπούν.
Στα μάτια σου τα μελαψά, τα όνειρα γκρεμίζουν.
Μα οι αναμνήσεις μας δυο λέξεις έχουν να μας πουν,
πως για χατίρι του χαμού οι αγάπες δε χωρίζουν.

     Γείρε στο πλάι μου μελαχρινή μου αγριελιά.
Γλυκά σαν βάρκα κύλησε στο λάδι της ψυχής μου.
Και μιαν απάνεμη πλατιά, σου ετοίμασα αγκαλιά,
στα όνειρά μου να γενείς το τέλος κι η αρχή μου.



                                            ΝΥΧΤΑ

1.    Μια ηλιαχτίδα είμαι ‘γω    2. Νύχτα, τσιγγάνα αρχόντισσα,
που ξέμεινα στο δειλινό.                 μαύρο βελούδο φόρεσα
Νύχτα γλυκιά με γέλασες                κι είπα να ξομολογηθώ
με τ’ άστρο που με κέρασες.           τα κρίματά μου να σου πω.     

                            3. Νύχτα, των αθανάτων εραστών,
                                νύχτα των προδομένων.
                               Νύχτα, των δακρυσμένων φεγγαριών,
                               νύχτα ερωτευμένων.

4. Στα μαγικά σου τα βιτρό    5. Κρύψε με νύχτα την αυγή  
τον κόσμο σου έσκυψα να δω    -πριν έβγει ο ήλιος και με δει
κι όσες αγάπες γνώρισα             πίσω απ' τ' αστέρι π' αγαπώ
τόσους καημούς ξεχώρισα.        καημούς γλυκούς πάντα να ζώ.


                   ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΣΟΥ

   Σαν τα πουλιά, απόχτησαν φτερά,
απόρησαν στο πλάι τους που μ’ είχαν.
Σαν κοίταξαν τη γη από ψηλά,
γιορτή για σένανε, στον κήπο σου είδαν.

     Σαν η καρδιά μου απόχτησε ρυθμό,
τραγούδι σου ‘γραψα μ’ ονείρου στίχο.
Το δώρο μου ένα αιθέριο «σ’ αγαπώ»,
δυο φτερουγίσματα, σε πλάγιο ήχο.

    Κι είναι του έρωτά μου η τροχιά,
γλυκό ταξίδι στον ορίζοντά σου.
Κι εσύ – μιαν αυγουστιάτικη νυχτιά –
φεγγάρι, που με κράτησες κοντά σου.

 


                                                           ΓΛΥΚΙΑ ΙΘΑΚΗ
                                     
                                      Εφτά ανέμους είπες να διαβώ
                                      σα θέλω στη γλυκιά Ιθάκη σου να φτάσω.
                                      Μ’εφτά σειρήνες  ν’ αναμετρηθώ
                                      το πολυπόθητο λιμάνι σου να πιάσω.


                                      Σαν ασυλλόγιστο σκαρί
                                      στο πέλαγό σου αρμενίζω
                                      και με σκισμένο το πανί
                                      κύμα το κύμα σε κερδίζω.


                                      Αχ, πόση ανάγκη έχω να σου πω
                                     δυο λόγια, απ’ της καρδιάς τον κήπο να διαλέξω
                                     και στου μυαλού σου το άβατο να μπω,
                                                                      σα λάγνος ποιητής, γλυκά να σε μαγέψω.



 


                                                 ΠΕΣ ΜΟΥ ΤΙ ΦΤΑΙΩ

Αδέξια ισορροπώ
στο πιο λεπτό σου νήμα
κι ανύποπτα ακολουθώ
το πλάνο σου το βήμα.


                                       Ανάβει η καρδιά σου φλας αριστερό
                                       κι ο λογισμός σου δεξιά τραβάει.               
                                       Μα πες μου εγώ τι φταίω που σ’ ακολουθώ
                                       και τ’ όνειρό μου δες, παραπατάει.



               Στον μαίανδρό σου μπλέχτηκα
               στα λάγνα σου μοτίβα.
               Αχ! Όταν σ' ερωτεύτηκα
               την ξόβεργα δεν είδα.



ΝΕΡΑΪΔΑ  ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ                                                                                                                                                                                                              

   Διασκευή (για μεγάλους) από το γνωστό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.                                      

                           
      
Σε μια μακρινή χώρα του Βορρά, κάπου εκεί που φωτίζει το Πολικό αστέρι και η γη είναι όλο το χρόνο σχεδόν σκεπασμένη με χιόνια, οι χωρικοί που ζουν από χρόνια στα βουνά, λένε, πως εκεί ζει μια πανέμορφη νεράιδα, κατάξανθη και λευκή, σαν το χιόνι στα παγωμένα παλάτια της.
Τη βλέπουν πού και πού να εμφανίζεται σαν οπτασία ανάμεσα στις πυκνές νιφάδες του χιονιού και κάθε τόσο παραμερίζουν την κουρτίνα του παραθύρου, μήπως και τη δουν, για να θαυμάσουν την ανείπωτη ομορφιά της.

Κάποιο καλοκαίρι – που είναι τόσο σύντομο, δροσερό και άστατο σα μια μικρή άνοιξη του Νότου- ένα τολμηρό, περίεργο και ανυπάκουο χελιδόνι, βάλθηκε να ταξιδέψει μακρύτερα απ’ ότι έπρεπε κι έτσι έφτασε πάνω από τη χώρα, της νεράιδας. Μα ο καιρός άλλαξε με μιας και το χελιδόνι μας, άρχισε να κρυώνει. Τα ελαφρά φτεράκια του δεν άντεξαν και μισοπαγωμένο έπεσε στα κρύα αλώνια της. Το είδε η νεράιδα! Παραξενεύτηκε πολύ, γιατί δεν είχε ξαναδεί όμοιο πουλί. Στη χώρα της όλα τα πουλιά ήταν κατάλευκα σαν το χιόνι.

Το πήρε στη χούφτα της, κοίταξε τα δυο μαύρα χαντρένια ματάκια του, το συμπόνεσε και… μ’ ένα απαλό φιλί, το μεταμόρφωσε σ’ ένα μελαχρινό παλικάρι, με μαύρα κυματιστά μαλλιά και ηλιοκαμένους ώμους. Σαν ανταμώθηκαν οι ματιές τους, θαμπώθηκαν από την ομορφιά που αντίκρισαν. Τότε ένα κατάλευκο σύννεφο αγκάλιασε το παγωμένο παλάτι της νεράιδας και έμεινε εκεί, ώσπου να περάσει ο βαρύς χειμώνας.
         
    Kείνον το χειμώνα κανένα μάτι ανθρώπου δεν είδε τη νεράιδα να πλανιέται ανάμεσα στις νιφάδες κι οι χωρικοί πολύ παραξενεύτηκαν.
        Ο χειμώνας πέρασε. Το μικρό καλοκαιράκι έφερε τον ήλιο στο πλάι του ουρανού. Οι λοξές, αχνές ακτίνες του, φώτισαν το σύννεφο κι εκείνο… σηκώθηκε ψηλά παίρνοντας μαζί του το μελαχρινό παλικάρι και μ’ ένα βοριαδάκι ξεκίνησε ταξίδι μακρινό της επιστροφής, εκεί προς το Νότο, πάνω από τις γαλάζιες θάλασσες με τα διάσπαρτα λευκά νησιά. Εκεί όπου το σύννεφο δεν άντεξε το δυνατό φως του ήλιου κι ένα πρωινό, άφησε το μελαχρινό παλικάρι σε μιαν ακρογιαλιά κι ύστερα σκορπίστηκε στα ουράνια.
Τούτο το καλοκαίρι φάνηκε ατελείωτο στη ξανθή νεράιδα μας κι ο χειμώνας ακόμα πιο μακρύς και βαρύς. Ήταν η πρώτη φορά που η καρδιά της χτύπησε στους ρυθμούς της μοναξιάς. Ήταν η πρώτη φορά που η ψυχή της πλημμύρισε από σφοδρό πόθο για ένα πρωτόγνωρο χαμένο έρωτα, μελαχρινό.
        Κάποτε, πέρασε και τούτος ο χειμώνας κι η νεράιδα μας –νωρίς νωρίς- το καλοκαίρι, παράγγειλε να έρθει κοντά της το πιο λευκό και υπάκουο σύννεφό της και μήνυσε στο ταξιδιάρικο βοριαδάκι να φυσήξει γλυκά και  να την ταξιδέψουν στο Νοτιά, μήπως και ανταμώσει το μελαχρινό αγόρι, γιατί δεν άντεχε άλλο πια τη μοναξιά.
        Έκανε ταξίδι μακρινό. Κι αφού πέρασε κάμπους, λαγκάδια και βουνά, βρέθηκε να πετά πάνω από ένα  απέραντο γαλάζιο, σπαρμένο με αμέτρητες λευκές και πράσινες, μικρές και μεγάλες κουκκίδες. Σαν τις αντίκρισε, με μιας καθρεφτίστηκαν στο κατάλευκο πρόσωπό της.
        Χίλια μύρια χελιδόνια πετούσαν γύρω της και κάτι της έλεγε μέσα της πως είχε φτάσει. To λευκό σύννεφο δεν άντεχε πια το καυτό λιοπύρι. Ένιωθε έντονη την ανάγκη να σκορπιστεί στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Έτσι, σε μια τελευταία προσπάθεια, ένα φλογισμένο δειλινό, απίθωσε το αιθέριο φορτίο του στην πιο κρυφή ακρογιαλιά.
        Είναι βέβαιο πως την έχετε δει! Αν περιπλανηθήκατε στο Αιγαίο, κάπου σε κάποιο νησί την ανταμώσατε. Με τα ολόξανθα μακριά μαλλιά της, τα κρυστάλλινα γαλάζια μάτια της και τις αμέτρητες φακίδες στο διάφανο-λευκό πρόσωπό της. Σίγουρα θα νιώσατε τη γλυκιά-λάγνα αναστάτωση που προκαλεί στο πέρασμά της.
        Ναι! Την έχετε δει! Άλλοτε μόνη της με την αγωνία της αναζήτησης ζωγραφισμένη  στα γαλάζια μάτια της κι άλλοτε να περπατά χαμογελαστή κι αμέριμνη, χέρι-χέρι πλάι στο μελαχρινό νιο, με τα μαύρα κυματιστά μαλλιά και τους ηλιοκαμένους ώμους.
        Από τότε, έτσι εμφανίζεται πια. Κάθε χειμώνα ανάμεσα στις αμέτρητες νιφάδες του χιονιού στο μακρινό Βορρά και κάθε καλοκαίρι στ’ αμέτρητα νησιά του Αιγαίου, αναζητώντας τον έρωτα το μελαχρινό.
                                                             TEΛΟΣ           
                                    
                                   ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
                         
                      Ποιος σε μεθά και ποιος σε χαίρεται
                      νεράιδα  ξανθή, νιφάδας κόρη.
                      Σε ποια νησιά η καρδιά σου καίγεται
                      για ένα μελαχρινό αγόρι.
 
                      Χίλια νησιά, χίλια κορμιά
                      αψήφησαν το κρίμα
                      και με τ’ αστέρι του βοριά
                      ξενύχτησαν στο κύμα.
 
                      Γαλάζιο κρύσταλλο τα μάτια σου
                      στα άσπρα καράβια του ανέμου.
                      Στα παγωμένα τα παλάτια σου
                      βασίλειο φτιάχνει ο ήλιος Θε μου.
 
                      Στο Αιγαίο η ματιά σου γλύκανε
                      σαν είδες αντίκρυ τ’ όνειρό σου.
                      Και τα νησιά με μιας γραφτήκανε
                      στο διάφανο φως, το πρόσωπό σου.



                                           

                                                  
                  

                                              ΧΑΝΑΑΝ

                           Το όνειρό σου μια θαμπή ματιά,
                           στο φως του δειλινού, σκιά θεόρατη.
                           Στοιχειό που ξεδιψά στη μοναξιά
                           μ’ ένα χρησμό από θεά(ν) αόρατη.

                          Έτσι σ’ αντάμωσα μια Κυριακή,
                          τον ήλιο που ματώνει ν’ αφουγκράζεσαι.
                          Το φως να ψάχνεις μάταια στη γη
                          σαν πεταλούδι, σε φανό που έσβησε.

                          Ρίξε την τέφρα του καημού στο χτες.
                          Ό,τι ήταν να καεί, απόψε κάηκε.
                          Το πέρασμα στη Χαναάν -για δες-
                          σου δείχνει ο κρόκος τ’ ουρανού, που φάνηκε.
  

      

     
                           ΤΡΟΒΑΔΟΥΡΟΣ  
               Μ’ ένα στίχο του έρωτα πνέει η καρδιά σου
              σκαλωμένη γλυκά στο κλειδάκι της σολ.
              Ένα βότσαλο βάλε λευκό στα όνειρά σου
              πριν ο αγέρας τα κάνει γυμνό παρελθόν.

              Πεπρωμένο που η μούσα σου χάρισε
              σπαταλώντας της μοίρας τα λάφυρα
              σε τραγούδια γλυκά σε ξενάγησε
              φορτωμένα του κόσμου τα όνειρα.

               Από νότα σε νότα η ψυχή σου πετάει
              ανυμνώντας αγάπες και πόθους κρυφούς.
              Από στίχο σε στίχο η φωνή σου μετράει
              των ερώτων τα πάθη που ανθίζουν καημούς.



 ΤΕΣΣΕΡΑ ΚΛΑΡΙΑ


1. Αντίκρυ από τον άνεμο
    του κόσμου, που φυσάει,
    μικρό δεντρί φυτέψαμε
    Θεός να το φυλάει.

                                             2. Της νιότης τέσσερα κλαριά
                                                 στόλισαν το κορμί του.
                                                 Με πόση ανάγκη κοινωνούν
                                                 ψυχή απ’ την ψυχή του.

3. Φιλί - φιλί αψήλωσαν,
    μ’ αγάπη ανασαίνουν.
    Σταλαγματιές τα μάτια τους
    τον ήλιο δε χορταίνουν.

                                             4. Τις νύχτες μες στον ύπνο τους
                                                 άγγελοι φτερουγίζουν,
                                                 μην τα όνειρά τους μάγισσες
                                                 κακές τα φοβερίζουν.

5. Ρίζα σεμνή τ’ ανάθρεψε
    στου ήλιου τα μπαλκόνια.
    Με τ’ άγια τα ορμήνεψε
    της Παναγιάς τα λόγια.

                                              6. «Φύλλα ποτέ μη ρίξετε
                                                  την ώρα που νυχτώνει,
                                                  άνοιξη πάντα να ‘ρχεται
                                                  η αγάπη να φυτρώνει».

7. Και μιαν αθώα προσευχή
    στα χείλη της κρατάει.
    Tί μόνη ελπίδα στη ζωή
    τα κλώνια π’ αγαπάει.

                                              8. «Άγιε μου σε παρακαλώ
                                                  διώξε τ’ αστροπελέκι.
                                                  Το σύννεφο το μελανό
                                                  που έλεος δεν έχει».


               

                                                                                 ΣΕ   ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ ΑΠΟΜΕΡΟ

                                                Βυθίζομαι στο δειλινό,
                                                εκεί που καίγεται η θάλασσα.
                                                Λείπεις ταξίδι μακρινό
                                                στης έγνοιας το λαβύρινθο.
                                                Των αισθημάτων μου βασίλισσα,
                                                σε περιμένω κι ας… σε πλήγωσα.

                                                Μη δοκιμάσεις σου ΄χω πει
                                                του Διόνυσου παλιό κρασί
                                                που ωρίμασε στη χειμωνιά.
                                                Μεθά παράξενα θαρρώ
                                                του λογισμού τον ελιγμό
                                                και σε κρατά στη λησμονιά.

                                                 Της Αριάδνης να κρατάς
                                                 το κουβαράκι το μεταξωτό.
                                                 Στα ίχνη του να περπατάς
                                                 να μη χαθείς, να μ’ αγαπάς.
                                                 Κι εγώ, σε ακρογιάλι απόμερο,
                                                 θα καρτερώ να ‘ρθεις σαν όνειρο.

                                                 Να βάλεις τ’ άσπρα σου πανιά
                                                 - να μην καταδυθώ στην άβυσσο-
                                                 να θαμπωθώ στην αντηλιά
                                                 σαν θα σε δω από μακριά.
                                                 Μαζί να πιούμε τον παράδεισο
                                                 με δυο φιλιά κι ένα γλυκάνισο.




ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ
 
Σε γνώρισα,
στου Βάλτου τ’ ακριβά σου Μυστικά
να πνέεις χελιδόνια ανοιξιάτικα
- της Αλεξάνδρειας αγέρι ελληνικό-
σε τόπο ΄΄ιερό΄΄ μακεδονίτικο.

Σ’ αντάμωσα,
στη βρύση να μιλάς με το Χριστό
σε κάποιαν εκκλησιά μ’ αϊτό δικέφαλο.
Κι ως αξιώθηκες τ’ αθάνατο νερό
νεφέλη υψώθηκες να φτάσεις τ’ όνειρο.

Σε φύλαξα,
βαθιά στην παιδική μου την καρδιά
και στου σχολειού μου εδώ την πιο ζεστή γωνιά,
να μου μιλάς για ιστορίες μαγικές
και για πατρίδες άγιες κι αλησμόνητες.

«Μακεδονίτισσα» Κυρά
δε θα χαθείς στη λησμονιά.
Θα ζεις εδώ παντοτινά
μες στου σχολειού την αγκαλιά.


                ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ

                     Ασημοστόλιστη κλωστή
                     στο πέπλο της αγάπης,
                     γλυκά με τύλιξε πολύ
                     και έλαμψα κοντά της.

                     Αχ! με φεγγάρια κι άγκυρες
                     κέντησε το κορμί μου.
                     Του έρωτα οι λαβωματιές
                     στολίδια και καημοί μου.

                     Πώς θα ‘θελα να μαρτυρήσω
                     τα μυστικά που της κρατώ.
                     Σε θάλασσες να τα χαρίσω
                     και σε νεράιδες να τα πω.
                     Πως Είν’ η αγάπη ένα υφάδι
                     με ασημένια την κλωστή.
                     Κάθε στολίδι κι ένα χάδι,
                     πόθος γλυκός μα και πληγή.

                     Σαν κεντημένος ουρανός
                     απλώθηκε η ψυχή μου.
                     Ανώνυμος αστερισμός
                     ορίζει τη ζωή μου.

                     Μονάχα εκείνη η καρδιά
                     ­-αλήθεια είναι ή ψέμα-
                     μες στην πορφύρα κολυμπά
                     Θεέ μου ας μην είν’ αίμα.




                         ΣΕ ΚΥΚΛΟ ΕΡΩΤΙΚΟ

                              Μείνε στα όνειρα
                              που δεν τελειώνουν το πρωί.
                              Βγες απ’ τα σύνορα
                              που σε φυλάκισε η σιωπή.

                              Κόψε το γόρδιο
                              που σου παιδεύει το μυαλό.
                              Μ’ ένα χαμόγελο
                              να ζωγραφίσεις τον καιρό.

                              Κι αν θες να ψηλαφίσεις
                              αυτό που σου ζητώ,
                              άκουσε το σκοπό
                              που τώρα σου μαθαίνω.
                              Λύτρωσε μ’ ένα θαύμα
                              την άδεια μου καρδιά
                              μεσ’ από τη φωτιά
                              που μ’ έχεις και πεθαίνω.

                              Κείνος ο άγγελος
                              με τη σαΐτα τη χρυσή,
                              ήρθε σαν άνεμος
                              να σου μεθύσει την ψυχή.

                              Πέτα στο ρεύμα του
                              μέσα σε κύκλο ερωτικό.
                              Στείλε το πνεύμα του
                              να μυηθώ να σ’ αγαπώ.




                                    ΑΧΝΟ  ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ


                                   Τον έρωτά σου είπα να πιω
                                   με δυο σταγόνες δάκρυ
                                   και μεθυσμένος να σταθώ
                                   στου λογισμού την άκρη.

                                   Σύννεφο δειλινό για μας
                                   και πού θα ταξιδέψει;
                                   Θέ μου ας μπορούσε της καρδιάς
                                   το κόκκινο ν’ αντέξει.

                                   Ταξίδεψε και μη ρωτάς
                                   τι θα συμβεί στο χρόνο.
                                   Ποιος είπε πως ο έρωτας
                                   ζει στα  όνειρά μας μόνο.

                                   Στην αμμουδιά του σύμπαντος
                                   αστέρι εγώ δεν ήμουν.
                                   Κόκκος μικρός κι ασήμαντος
                                   που οι θάλασσες τον πνίγουν.

                                   Κλείστηκα μες στο κάστρο σου
                                   το κύμα μη με πάρει
                                   κι έγινα με το σμάλτο σου
                                   αχνό μαργαριτάρι.



                             ΕΚΛΕΙΨΗ

              Χάθηκε μες στη νύχτα το φεγγάρι
              κι απόμειναν αχνά τ’ αστέρια να ρωτούν.
              «Ποιος μπόρεσε τ’ ασημοπρόσωπο να πάρει
              και τα νυχτέρια μοναχά να καρτερούν;».

              Τι άγχος στο στερέωμα του κόσμου
              δίχως φεγγάρι να ερωτεύεται η ζωή.
              Οι θάλασσες πνιγήκαν στο σκοτάδι φως μου
              κι ο Αύγουστος αμήχανος παρατηρεί.

              Αχ! τι ουράνια έκπληξη
              αυτή η απρόσμενη έκλειψη.
              Τον ήλιο πλάνεψε για μια στιγμή,
              η λυγερή, γαλανομάτα γη.

              Από νομάδες βράχους κι αστερίτες
              ορμήνεια γύρεψε η σελήνη η χλωμή.
              «Πώς νύχτα μάγεψε του ήλιου τις σαΐτες
              και μ’ έχει στη σκιά, η αντροπλανεύτρα γη;»

              Σελήνη, ακριβοθώρητη νεράιδα
              κι αν ζεις στους ουρανούς, ποτέ μη λησμονείς.
              Ο ήλιος μοναχός ορίζει την ανταύγεια
              και κάποτε ποθεί τις ομορφιές της γης.
 
 
                                                     ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

                         Με τ' αστεράκια της νυχτιάς
                                          πεντόβολα να παίζουν
                                                                τα όνειρά σου
                         κι όσα κερδίζεις να φοράς
                                                               στολίδια
                         στα χαμόγελά σου.
  

                                        Σ' ΑΛΛΑ ΝΗΣΙΑ

                                  Ήταν να βγούμε στη ζωή
                                  με χίλια καλοκαίρια.
                                  Να ξενυχτήσουμε μαζί
                                  στου ονείρου τα νυχτέρια.

                                  Ήταν να δούμε τ' όνειρο
                                  στα μάτια ν' ανατέλλει.
                                  Γαλάζιο ατίθασο νερό
                                  που άλλο μπλε δε θέλει.

                                  Μα δε σκεφτήκαμε καρδούλα μου ποτέ
                                  στην άγκυρα του χρόνου να δεθούμε.
                                  Τα κύματα σ' άλλα νησιά μας πήγανε
                                  και ψάχνουμε  ακόμα να βρεθούμε.

                                  Μες στο λαβύρινθο του νου
                                  μια λέξη παραδέρνει,
                                  σαν την ηχώ κάποιου Θεού
                                  πλάι στην ψυχή σου γέρνει.

                                  Άσπρο κοχύλι αδειανό
                                  στην αμμουδιά ριγμένο,
                                  με του γιαλού σου τον αφρό
                                  να λυτρωθώ προσμένω.
                           

                             ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΔΑΚΡΥΖΟΥΝ

                                 Τα βάσανά σου κόσμε μου
                                και πώς τα διαφεντεύεις.
                                Λεύτερα τα 'χεις και γυρνούν
                                και τις ψυχές παιδεύεις.

                               Ας ήταν μόνο να 'ξερα
                               τις όχθες που κοιμούνται
                               να 'σπερνα μες στον ύπνο τους
                               όνειρα που αγαπιούνται.

                               Γιατί οι χαρές που απόμειναν
                               τον πόνο δεν προφταίνουν
                               κι όσο ν' αγγίξουνε το φως
                               χαράματα πεθαίνουν.

                               Πρόσωπα που χαμογελούν
                               σύννεφα που μαβίζουν
                               ανάγκη που έχω ουρανέ
                               τα μάτια που δακρύζουν.




                                                  ΠΑΡ' ΟΛ' ΑΥΤΑ…

                     Έβγα στον άμβωνα
σαν άγγελος κριτής
και κατηγόρησέ με.
Κρύψου στο θάμπωμα
της άνομης φυγής
και καταδίκασέ με,
που ασάλευτα έμεινα πιστή
αγιάτρευτα ρομαντική
στο δόγμα της αγάπης.

Παρ' όλ' αυτά…
τα μεσημέρια μου
να' σαι το φως μου.
Δύναμη δώσ' μου
να σε κοιτώ.

Παρ' όλ' αυτά…
μες τα νυχτέρια μου
να' σαι εμπρός μου
ο πειρασμός μου,
να σε ποθώ.

Έμεινα στ' όνειρο
μια στάλα δειλινού
κι αν θες ερμήνεψέ με.
Θα' θελα να σε βρω
στην όχθη τ' ουρανού
κι αν θέλεις πλήγωσέ με,
με τα σπαθιά τα ρόδινα,
τα λόγια σου τα επώδυνα,
που νόθο μέλι στάζουν.


                                           
                              ΠΕΡΟΥ

Πλάι στου Όμηρου τη θάλασσα
τους αποστόλους σου αντάμωσα
μ' αιθέριους ήχους να κηρύττουν
χρησμούς που πια δεν μας ανήκουν.

         Ήτανε μπόλι στην καρδιά
         του μαγεμένου αυλού ο ήχος
         και της κιθάρας η χροιά
         λόγος ακίβδηλος στο πλήθος.

Με του Ωρίωνα τα νεύματα,
εφτά σταγόνες, χίλια πνεύματα,
ταξίδι οργάνωσα μαζί σου
στην πιο μυστήρια γιορτή σου.

         Κι έγινες 'κείνη τη βραδιά
         μια τρυφερή διαμαρτυρία
         για την αρχαία σου γενιά
         που χάθηκε στην ιστορία.

Σαν μαθητής σου σ' ακολούθησα
στο μελαψό σου πνεύμα ακούμπησα
και με το νάμα της ψυχής σου
στον κύκλο μπήκα της ζωής σου.

                                                                 
                                  ΓΛΥΚΙΑ ΑΝΑΜΟΝΗ

                                 Την πιο γλυκιά αναμονή
                                 του κόσμου ανασαίνω.
                                 Δεν έχω άλλη υπομονή
                                 θαρρείς να περιμένω.

                                 Αύριο λένε πως θα 'ρθεις
                                 Θεού παιδί να γίνεις.
                                 Σε μια σπηλιά θα γεννηθείς
                                 η ελπίδα μας να γίνεις.

                                 Έχω τραγούδια να σου πω
                                 και ύμνους να σου ψάλλω.
                                 Χριστέ μου ένα "σ' αγαπώ"
                                 σου φύλαξα μεγάλο.