ΤΟ ΘΡΟΪΣΜΑ
Έχεις ακούσει απομεσήμερο το
θρόισμα των φύλλων;
Θαύμασες τη στιγμή που θάλλουν
παραδομένα στο τέθριππο του ανέμου;
Πώς χαίρονται το αιθέριο λίκνισμά τους!!
Είν’ η στιγμή που πρόσμεναν ώρες ή μέρες ασάλευτα.
Φορτωμένα με την εκτυφλωτική ενέργεια του ήλιου,
περίμεναν ανυπόμονα τη λάγνα αφορμή του ανέμου
για ν’ αγγίξουν – τυχαία τάχα – το ένα το άλλο.
Περίμεναν να μαρτυρήσουν τα κρυμμένα μυστικά τους
μ’ αυτό το μουσικό και δροσερό ψιθύρισμα, το ερωτικό.
Φύσα αγέρα, φύσα!!!
Πρόσταξε να μετεωρίσουν τα φύλλα του έρωτα,
στη μαγική αιώρα της πνοής σου.
Κοίτα!!!
Μύριες ψυχές ξοδεύουν αλύπητα την περιούσια χλωροφύλλη τους.
Ξοδεύουν βιαστικά και αχόρταγα το καλοκαίρι της νιότης τους,
στο βωμό του πόθου του ερωτικούΘαύμασες τη στιγμή που θάλλουν
παραδομένα στο τέθριππο του ανέμου;
Πώς χαίρονται το αιθέριο λίκνισμά τους!!
Είν’ η στιγμή που πρόσμεναν ώρες ή μέρες ασάλευτα.
Φορτωμένα με την εκτυφλωτική ενέργεια του ήλιου,
περίμεναν ανυπόμονα τη λάγνα αφορμή του ανέμου
για ν’ αγγίξουν – τυχαία τάχα – το ένα το άλλο.
Περίμεναν να μαρτυρήσουν τα κρυμμένα μυστικά τους
μ’ αυτό το μουσικό και δροσερό ψιθύρισμα, το ερωτικό.
Φύσα αγέρα, φύσα!!!
Πρόσταξε να μετεωρίσουν τα φύλλα του έρωτα,
στη μαγική αιώρα της πνοής σου.
Κοίτα!!!
Μύριες ψυχές ξοδεύουν αλύπητα την περιούσια χλωροφύλλη τους.
Ξοδεύουν βιαστικά και αχόρταγα το καλοκαίρι της νιότης τους,
ώσπου να τις παρασύρει – χλωμές πια –
η ορμή του χρόνου,
προφταίνοντας ίσα ίσα ν’ αφήσουν δυο κύτταρα.
κληρονομιά, στο άρμα της ζωής,
το αιώνιο.
Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ
Μυστικά και
αθόρυβα, οι μέρες
που περνούν,
γράφουν απερίσπαστες
την ιστορία της
ζωής μας,
στην ατέλειωτη
βίβλο του χρόνου.
Μην αναζητήσεις
το νόημά της
σε λέξεις
βαριές και απρόσιτες.
Η ιστορία
της γράφεται απλά
και καθάρια
σαν το
άπλετο φως.
Η ζωή
κυλάει αυτόματα στις
ράγες της.
Αναχωρεί από
τον ίδιο σταθμό – στην
ώρα της πάντα –
δίχως ν’ ανεμίζει
μαντίλια αποχωρισμού,
μα παίρνει
άλλη ρότα για τον
καθένα.
Οι ράγες της
εξακτινώνονται στο ανεξήγητο
άπειρο.
Στο κέντρο της, ο λυτρωτικός σταθμός,
η άναρχη
αφετηρία,
ο Ήλιος
ο Μυστικός.
ΕΝΟΧΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ
Παραδομένοι εκούσια
στην αδιέξοδη αγωνία
Πιστέψαμε αδερφέ μου, σε κούφια πρότυπα·
της ακατάληπτης
προσδοκίας των περιττών,
κάποια στιγμή
ξυπνήσαμε απότομα
απ’ της ευμάρειας το
λήθαργο,
σαν έπεσαν με πάταγο οι
πρώτες σταγόνες ανάγκης,
στα σκονισμένα μάρμαρα
της βόλεψης.
Άγιε,
φύλαξε!!
Ότι ξεχάσαμε το
«Ευχαριστώ» και το «Δόξα σοι».
Οι αγώνες μας, αγώνες για τ’
αγαθά του «σήμερα»
κι όχι για το «ύστερα»
των αιώνων.
Κι οι επιθυμίες μας,
πουλιά που μεταναστεύουν άκαιρα
στη σκοτεινή κάλπη των
ονείρων μας.
Οι πιο καλές μας
στιγμές, ένα θολό ηδύποτο
στην κόγχη του καλού
και του κακού,
στο σταυροδρόμι του
δίκαιου και του άδικου.
Οι πιο καλές μας
σκέψεις, τρομαγμένοι οιωνοί
στην παλίρροια του
χρόνου.
Κι η βούληση των
«μεγάλων», μια θρυαλλίδα
για αλυσιδωτές
εκρήξεις υποκρισίας.
Πιστέψαμε αδερφέ μου, σε κούφια πρότυπα·
αλλοιωμένα
δημιουργήματα της πλάνης
που βρίσκουν εύκολα το
στόχο τους στις καρδιές
των παιδιών μας,
καθώς ευλογήσαμε τη φθορά
καθώς ευλογήσαμε τη φθορά
και ξορκίσαμε το καλό
στο άπειρο.
Είδαμε το δρόμο της προκοπής
που – χρόνο το χρόνο –
κατηφόρισε
κι εύκολος γίνηκε πολύ
καθώς πέρασε καταμεσής
απ’ τη ντροπή
δίχως να το καταλάβουμε.
Αφήσαμε άπραγοι το
πνεύμα μας
να «λυτρωθεί»
αναίμακτα
στην ανέκφραστη
απουσία των ιδεών,
καθώς ο λόγος αγκομαχά
στον άκρατο εγωισμό
των νοθευμένων εικόνων,
αιχμάλωτος άνευ όρων
στα βελούδινα
χαρακώματα των σαλονιών.
Είναι τόσο δύσκολο
λοιπόν να προσφέρουμε
«τα σα εκ των σων»!!
Μα, μες στη νύχτα των απροσδόκητων συλλογισμών,
πρόσεξα κάποιες
αθόρυβες αναλαμπές
που με απίστευτη
εγκράτεια
άφησαν το φωτεινό
αποτύπωμά τους – σα φωτοστέφανο –
στη μαυρισμένη πλάκα της ανθρωπότητας·
κυκλάμινα ολοζώντανα,
στο βαρύ χειμώνα των ηθών.
Άγιε, δόξα σοι…
Ότι είναι ακόμα
ανοιχτές οι πύλες τ’ουρανού
κι η ανεμόσκαλα που ορίζουν οι αγγέλοι,
κρέμεται ακόμα πάνω
απ’ την άβυσσο των ψυχών μας
έτοιμη να δεχτεί τη
δύσκολη
μα σωτήρια ανάβαση
των δικαίων.
3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ
Σε είδαμε πάνω στη
σκηνή
τη μέρα εκείνη που ορίσαμε εμείς - οι
άλλοι -
σαν ένοχο ελαφρυντικό
απέναντι στην πίεση
των κρυμμένων συνειδήσεων.
Κι αφού φορτίσαμε την
ατμόσφαιρα
με τάματα και λόγια ηλεκτρισμένα,
βγήκες εσύ
ήρεμος, ατάραχος και
τόσο αληθινός
σαν πληγωμένος
άγγελος
επιβάλλοντας γύρω
σου, γύρω μας,
μιαν αμείλικτη σιωπή.
Κι η σκέψη μας ακόμη,
με κόπο κατόρθωνε
να ελέγχει την ανταλλαγή ουσιών και πνευμάτων.
Τότε ακούσαμε πιο καθαρά τα λόγια σου.
Τότε νιώσαμε πιο ανάλαφρα τα πατήματά σου.
Τότε μας πήρες στα φτερά σου
και πετάξαμε κι εμείς μαζί σου
-ίσως για πρώτη φορά-
και μας ταξίδεψες σε κόσμους όπου εσύ ήθελες.
Δεν ήσουν ηθοποιός γιατί δεν έμαθες ποτέ σου να υποκρίνεσαι.
Την παράσταση την έκλεψες με την αλήθεια.
Του χρόνου φίλε μου, θα είμαστε πάλι εδώ
κι ίσως φέρουμε μαζί μας
κάτι πιο καινούργιο
κάτι πιο κοντινό και άμεμπτο.
Του χρόνου…
Ως τότε φίλε μου, ακόνιζε την αλήθεια
πάνω στις ευαίσθητες καρδιές
των λίγων ταγμένων αρωγών σου.
Του χρόνου είναι ανάγκη να κόψεις λίγο πιο βαθιά
απ’ της ζωής το μερτικό.
Του χρόνου λίγο ακόμα πιο βαθιά…
όσο κάποτε να ισορροπήσει η ζυγαριά του κόσμου
πάνω στη στέρεη κόψη του ονείρου.
να ελέγχει την ανταλλαγή ουσιών και πνευμάτων.
Τότε ακούσαμε πιο καθαρά τα λόγια σου.
Τότε νιώσαμε πιο ανάλαφρα τα πατήματά σου.
Τότε μας πήρες στα φτερά σου
και πετάξαμε κι εμείς μαζί σου
-ίσως για πρώτη φορά-
και μας ταξίδεψες σε κόσμους όπου εσύ ήθελες.
Δεν ήσουν ηθοποιός γιατί δεν έμαθες ποτέ σου να υποκρίνεσαι.
Την παράσταση την έκλεψες με την αλήθεια.
Του χρόνου φίλε μου, θα είμαστε πάλι εδώ
κι ίσως φέρουμε μαζί μας
κάτι πιο καινούργιο
κάτι πιο κοντινό και άμεμπτο.
Του χρόνου…
Ως τότε φίλε μου, ακόνιζε την αλήθεια
πάνω στις ευαίσθητες καρδιές
των λίγων ταγμένων αρωγών σου.
Του χρόνου είναι ανάγκη να κόψεις λίγο πιο βαθιά
απ’ της ζωής το μερτικό.
Του χρόνου λίγο ακόμα πιο βαθιά…
όσο κάποτε να ισορροπήσει η ζυγαριά του κόσμου
πάνω στη στέρεη κόψη του ονείρου.
ΤΕΣΣΕΡΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΑΡΠΙΣΜΑΤΑ
Η άνοιξη
Άφησε τα παραθύρια της καρδιάς σου ανοιχτά.
Πού ξέρεις; Μπορεί και να μπει κάποιο χελιδόνι.
Κι έτσι, δε θα μπορείς να δικαιολογηθείς
πως δεν ήρθε η άνοιξη.
Μια σταγόνα
Είμαι μια σταγόνα,
που πέφτει απ’ τον ουρανό.
Το σύννεφο που μ’ έφτιαξε,
μ’ ελευθέρωσε στον παγωμένο αγέρα.
Πάγωσα!!... Κρυώνω!!... Θέλω να ζεσταθώ…
Είμαι τυχερός που έπεσα στα φύλλα
της καρδιά σου.
Δε θα με βρεις
Αν με αναζητήσεις στους κορεσμένους
δρόμους της λογικής,
στις άψυχες πινακίδες των ρεαλιστών,
δε θα με βρεις…
Πάει καιρός που έχω ναυαγήσει
στον ήρεμο φλοίσβο
Τα πλήκτρα του έρωτα
Η άνοιξη
Άφησε τα παραθύρια της καρδιάς σου ανοιχτά.
Πού ξέρεις; Μπορεί και να μπει κάποιο χελιδόνι.
Κι έτσι, δε θα μπορείς να δικαιολογηθείς
πως δεν ήρθε η άνοιξη.
Μια σταγόνα
Είμαι μια σταγόνα,
που πέφτει απ’ τον ουρανό.
Το σύννεφο που μ’ έφτιαξε,
μ’ ελευθέρωσε στον παγωμένο αγέρα.
Πάγωσα!!... Κρυώνω!!... Θέλω να ζεσταθώ…
Είμαι τυχερός που έπεσα στα φύλλα
της καρδιά σου.
Δε θα με βρεις
Αν με αναζητήσεις στους κορεσμένους
δρόμους της λογικής,
στις άψυχες πινακίδες των ρεαλιστών,
δε θα με βρεις…
Πάει καιρός που έχω ναυαγήσει
στον ήρεμο φλοίσβο
των
ματιών σου.
Τα πλήκτρα του έρωτα
Φιλί-φιλί,
ο αγέρας δυνάμωσε.
Τα λεπτά σου μαλλιά
-με το πιο συνηθισμένο χρώμα της Μεσογείου-
αναστάτωσαν την ψυχή μου.
Δυο καυτές ανάσες από τη νοτιά σου,
δυο γλυκά αρπίσματα στις χορδές της καρδιάς σου
συνταίριαξαν τον παλμό της δικής μου
κι ανηφορίσαμε μαζί…
Τα λεπτά σου μαλλιά
-με το πιο συνηθισμένο χρώμα της Μεσογείου-
αναστάτωσαν την ψυχή μου.
Δυο καυτές ανάσες από τη νοτιά σου,
δυο γλυκά αρπίσματα στις χορδές της καρδιάς σου
συνταίριαξαν τον παλμό της δικής μου
κι ανηφορίσαμε μαζί…
τα
πλήκτρα του έρωτα.
ΧΡΟΝΕ ΑΝΑΓΩΓΕ
Πόσες φορές ένιωσα την ανάγκη να σ’ ευλογήσωκαι πόσες να σε ξορκίσω !
Χρόνε ανάγωγε !!
Περίτεχνο, κάλπικο νόμισμα αντίθετων όψεων.
Ευχή και κατάρα ρηχών γυναικών,
που μπλέχτηκαν ματαιόδοξα
στα ξεφτισμένα δίχτυα της πρόσκαιρης ομορφιάς.
Πορφυρό, θαμπό αντίκρισμα, που δεν ξεχωρίζεις
αν είναι αυγή ή δειλινό ή… αίμα!!
Υπάρχεις και δεν υπάρχεις!!
Μας έφτιαξες και σε φτιάξαμε!!
Μας κυνηγάς και σε κυνηγάμε μα δε σε προφταίνουμε,
δε μας περιμένεις.
Φαντάζεις απέραντος κι άπιαστος
καθώς υπερκαλύπτεις
το χώρο της υποκείμενης λογικής μας.
Μας κάλεσες την πιο ανύποπτη στιγμή
-τάχα σε γιορτή-
στο άπειρο κελί σου
και μας φυλάκισες
υψώνοντας τεράστια συρματοπλέγματα
και βρεθήκαμε αναπάντεχα
ανάμεσα στην αχανή απόσταση
του ''πριν'' και του ''μετά''.
Μια ματιά από το φινιστρίνι σου μας πείθει
για τον κόσμο που καταδύεται συνεχώς
στο απύθμενο χάος σου.
Άραγε ποια μυστική συμφωνία έχεις διαπράξει
-πίσω από την πλάτη μας-
με την αναξιόπιστη μοίρα.
Μα σπιθίζουμε αδιάκοπα
αναζητώντας τη σωτήρια έξοδο
προς την αθανασία,
διαπερνώντας -όχι τυχαία-
το αδυσώπητο πλέγμα σου με τις λεπτές
και συχνά αδιέξοδες κυψελίδες.
Και σε καίμε!!!
Και σου αφήνουμε ανεξίτηλα εγκαύματα,
ουλές νίκης
πάνω στο αόρατο, δισυπόστατο κορμί σου.
Κάποιες φορές - το ξέρεις – σε παγιδέψαμε,
σε σπασμένους αμφορείς,
σε χαραγμένους βράχους και σε πέτρινα κόκαλα.
Χρόνε ανάγωγε!!
Κάποτε ήσουν ο καλύτερός μου φίλος
στα διπλά ψηφία της νιότης μου.
Όπως τότε που μου έσβησες τις πληγές
του πρώτου επώδυνου έρωτα.
-Πόσος χρόνος χρειάστηκε αλήθεια!!!-
Κι έγινες ο χειρότερος εχθρός μου
τώρα που αγγίζω την κλίμακα των αιώνων.
Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό!!
Δε θυμάσαι καν εκείνη την υπόσχεση
που μου 'δωσες ένα βράδυ
στο μπαλκόνι των δεκαοχτώ.
Και μετά, άκουσα να σε τραγουδούν "αλήτη",
μα δε νοιάστηκα.
"Προχώρα" μου είπες χαμογελώντας ύποπτα!
Τώρα καταλαβαίνω το διφορούμενο,
αργόρυθμο παιχνίδι σου
με τους σταθερούς μηχανικούς χτύπους
της οδοντωτής καρδιάς σου
και τις αεικίνητες βελόνες
που μια σε ξυπνούν και μια σε ναρκώνουν.
Θα σου ξεφύγω όμως…
Θα βρω τρόπο να σου ξεφύγω. Τ' ακούς;
Θα φτιάξω κάτι που μένει. Που δεν μπορείς
να το χωνέψεις όση χολή κι αν ξεράσει
το άυλο κι αδηφάγο στομάχι σου.
Κι έχω αρχίσει ήδη να το κάνω!!
LA SCRIPTA MANENT!!!...
Πόσο έντεχνα κρύβεις την ταραχή σου!!!
Ωσάν το σατανά που αντικρίζει το Σταυρό!
Έχω βρει τις φτέρνες σου χρόνε και …
σε σημαδεύω με την αιχμή της πένας μου!
Νιώθω μιαν ανεξήγητη παλικαριά
καθώς μπορώ και σου μιλάω με τέτοιο θράσος!!
Μα είναι αλήθεια πως ταυτόχρονα με πιάνει
κρύος ιδρώτας και φόβος ανείπωτος με κυριεύει
καθώς αισθάνομαι κάτω απ' τις αθέατες ερπύστριές σου
να πληρώνω αμετάκλητα την υπεροψία
της νιότης μου.
Βλέπω, πώς έχεις μαστιγώσει αλύπητα
τα πρόσωπα των φίλων μου
κι είναι σαν να βλέπω τον εαυτό μου
στον πιο αντιπαθητικό καθρέφτη.
Και καθώς είμαι έτοιμος να σου επιτεθώ κατά μέτωπο,
βλέπω πώς χαϊδεύεις τρυφερά
των παιδιών μου τα πρόσωπα
και μ' αφοπλίζεις αμείλικτα.
Τι να σου κάνω γι' αυτό;
Τι μπορώ άραγε να σου κάνω;
Ξέρεις πολύ καλά, ό,τι μας δίνεις,
να το παίρνεις πίσω το ίδιο γλυκά και ύπουλα.
Μόνο που δε μας το' χες πει πως είναι δανεικά.
Γι' αυτό και σου στήνω ξόβεργες διαχρονικές.
Γιατί μόνο έτσι σε παγιδεύω.
Κι απολαμβάνω τις νίκες μου
καθώς τρέπεσαι σε αναγκαστική υποχώρηση
κάτω από τους τραχείς ήχους των μπρούτζινων φωνογράφων,
την επέλαση των καταγεγραμμένων ιστορικών πραγμάτων,
την ακατάσχετη αιμορραγία των μελανόμορφων
τυπογραφικών στοιχείων,
την αφόρητη πίεση των τσακισμένων μελών
του Ηνίοχου και του Απόλλωνα,
μα και κάτω από το φως των αστραπών
των αγενών και ενοχλητικών φωτογράφων.
Κι αν είναι τούτες μοναχά
κάποιες κερδισμένες μάχες,
που αναδύουν το χαρακτηριστικό
γλυκόπικρο άρωμα της θύμησης,
ο πόλεμος κερδίθηκε μια για πάντα
με τον ερχομό του Δίκαιου - προφητεμένου – Μεσσία
που σε τσάκισε σε δυο ασύνδετα κομμάτια.
Το ένα "προ" και το άλλο "μετά"
Χριστόν.
ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ
Ως πότε άραγε θα γράφω για τον έρωτα;
Νιώθω νέος ακόμη
και η ροπή μου
είναι φανερή
τόσο στο λόγο
μου όσο και στο κορμί μου.
Φοβάμαι εκείνη
τη στιγμή
που κάποτε θα 'ρθει.
Όχι τόσο για
το κορμί
όσο για το
λογικό μου.
Μη θελήσει να
μαζευτεί στη νάρκη της φθοράς.
Μα καθώς λένε το πνεύμα είν' αθάνατο,
έρωτά μου
ελπίζω,
έρωτά μου, ζω.
ΓΛΥΚΙΑ ΑΝΑΜΟΝΗ
Την πιο γλυκιά αναμονή
του κόσμου ανασαίνω.
Δεν έχω άλλη υπομονή
θαρρείς να περιμένω.
Αύριο λένε πως θα 'ρθεις
Θεού παιδί να γίνεις.
Σε μια σπηλιά θα γεννηθείς
η ελπίδα μας να γίνεις.
Έχω τραγούδια να σου πω
και ύμνους να σου ψάλλω.
Χριστέ μου ένα "σ' αγαπώ"
σου φύλαξα μεγάλο.
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ
Διάβασα τα λόγια σου!!!
Δεμένα αριστοτεχνικά
σε μια παράταξη ποιητική.
Νοήματα ακριβά
σε δρόμους λεύτερους
και ανυπότακτους ταγμένα.
Δεν ντρέπομαι να σου το πω,
πως στόμωσε του μυαλού μου το σπαθί
πασχίζοντας ν' αξιωθώ
την αποκάλυψη των υπερτάτων λόγων.
Πελάγωσα αρμενίζοντας
στα δαιδαλώδη ρεύματα τού νου,
σάμπως να στράβωσε ο γιαλός
κι αδυνατώ ν' αράξω.
Κι έχω τόση ανάγκη να μυηθώ στον κόσμο σου!
Μα… άσε με εδώ να μετρηθώ!
Να επιστρατεύσω μεθόδους μυστικές
και μ' άλλα όπλα κι αλλιώτικα σπαθιά
να μπω στη μάχη των ονείρων.
Και στο πεδίο σου αν πέσω ηττημένος,
μαχόμενος ηρωικά να δοξαστώ.
Κείνες οι θείες προσταγές!
Κείνα τα εξαίσια συναισθήματα!
Δίοδοι ενορατικοί μεταξύ λογισμού κι ονείρου.
Όπλα ακαταμάχητα, εύστοχα, αλώβητα
και τρυφερά
που διαπερνούν σαν πνεύματα
τοίχους και συμπληγάδες.
Και της ψυχής μου ο ανθός
να ανεμίζει αδιάκοπα στη χώρα των θαυμάτων,
αναζητώντας τη λύτρωση που τόσο επιθυμώ.
Να αισθανθώ κι εγώ τη μέθη που ένιωσες
στης έμπνευσης την άπλετη στιγμή.
Τα όπλα ετούτα θα εμπιστευθώ και πάλι
που δε με πρόδωσαν ποτέ.
Και μην ξαφνιαστείς
όταν με δεις με την πανσέληνο
να λειτουργώ τα βράδια,
σε σταυροδρόμια χιλιοδιαβασμένα
της πολιτείας που έχτισες για μας.
-Τα όνειρα, δεν απειλούν τους λυτρωμένους.-
Μονάχα δέξουμε καρτερικά
στον υπερούσιο ναό σου,
αιχμάλωτο και πορθητή,
δοκιμασμένο μοναχό,
που λαχταράει να γευτεί το νάμα
της ψυχής σου.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΤΡΟΠΗ
Ήθελες -τάχα- κάτι να μου πεις
μα προσποιήθηκες πως το' χες πια ξεχάσει.
Το ξέρω!
Δε βρήκες το κουράγιο να με χάσεις!
Κάποια στιγμή ένιωσα κρυφά να μου γελάς
κι ένα χαρέμι μοναξιές
ευθύς επαναστάτησε απρόσμενα,
στην επικράτεια της ψυχής μου.
Και σαν ολόφωτες πυγολαμπίδες
-η μία πίσω από την άλλη-
οι συνειδήσεις σου,
άρχισαν να κατατρώγουν αλύπητα
τους σκοτεινούς αρμούς της άρνησης.
Ευτυχώς!!!
Κοίταξε! Ημέρεψε λιγάκι!
Κοίταξε δυνατά κάτω απ' το πέλαγο των ευθυνών σου
κι άσε το λόγο το γήινο.
Κουράστηκε πια.
Δεν μπορεί να σ' ανταμείψει άλλο.
Ανέβα στο άρμα των αιθέριων αισθημάτων
και νιώσε ό,τι ο κόσμος της ψυχής,
σου υπαγορεύει.
Δεν είναι ντροπή να υπακούς
στα νεύματα των επιζώντων.
Ήθελες -τάχα- κάτι να μου πεις
μα προσποιήθηκες πως το' χες πια ξεχάσει.
Το ξέρω!
Δε βρήκες το κουράγιο να με χάσεις!
Κάποια στιγμή ένιωσα κρυφά να μου γελάς
κι ένα χαρέμι μοναξιές
ευθύς επαναστάτησε απρόσμενα,
στην επικράτεια της ψυχής μου.
Και σαν ολόφωτες πυγολαμπίδες
-η μία πίσω από την άλλη-
οι συνειδήσεις σου,
άρχισαν να κατατρώγουν αλύπητα
τους σκοτεινούς αρμούς της άρνησης.
Ευτυχώς!!!
Κοίταξε! Ημέρεψε λιγάκι!
Κοίταξε δυνατά κάτω απ' το πέλαγο των ευθυνών σου
κι άσε το λόγο το γήινο.
Κουράστηκε πια.
Δεν μπορεί να σ' ανταμείψει άλλο.
Ανέβα στο άρμα των αιθέριων αισθημάτων
και νιώσε ό,τι ο κόσμος της ψυχής,
σου υπαγορεύει.
Δεν είναι ντροπή να υπακούς
στα νεύματα των επιζώντων.
ΕΠΩΔΥΝΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ
Δεν ξέρω γιατί… -καθόλου τυχαία-
κάτι μου κίνησε την προσοχή επάνω σου.
Τόσο, που ένιωσα να σε καμαρώνω
και να σε πονώ συνάμα σαν παιδί μου
καθώς στριφογύριζες σ' ένα βαρύ ζεϊμπέκικο,
με τα φτερά σου ανοιγμένα στο Θεό,
σα φορτωμένο, φλεγόμενο αεροπλάνο
που μετρά το ύψος βογκώντας,
έτοιμο να βουτήξει από στιγμή σε στιγμή
στην απεραντοσύνη των καημών του.
Το πρόσωπο σου, η ματιά σου,
τα χέρια και τα πόδια σου,
το κορμί σου ολάκερο και η ψυχή σου,
δε χόρευαν απλώς…
Μιλούσαν! Πονούσαν!
Μαρτυρούσαν έναν πόνο ακατάβλητο.
Δεν ξέρω αν είσαι παιδί της εργατιάς ή αριστοκράτης.
Δε μ' ενδιαφέρει και πολύ η καταγωγή σου.
Άλλωστε στον καιρό μας δε διακρίνεται και τόσο εύκολα.
Δε θέλω να σου μιλήσω
να μοιραστώ τον πόνο σου,
γιατί φοβάμαι τις απλές κουβέντες σου
μη με συνθλίψουν με το βάρος της σκληρής πραγματικότητας
και δε θα τ' αντέξω.
Μόνο μαντεύω.
Νιώθω ό,τι εκπέμπεις τούτη τη βραδιά.
Μαντεύω, πως δε σου βγήκε η ζωή
κατά πώς την ονειρεύτηκες.
Κι η μοίρα, σου φύλαξε κομμάτι πικρό.
Μαντεύω, πως τούτη τη βραδιά
δεν ξέρω γιατί –κι ούτε θέλω να μάθω-
θες ν' αναληφθείς.
Θέλεις να πετάξεις.
Ένα τραγούδι δρόμος, απ' την καρδιά ως τον ουρανό
και βάλθηκες να τον διανύσεις χορεύοντας,
αναζητώντας επίμονα μια θέση
ν' απιθώσεις τον –άγνωστο για μένα – καημό σου,
στις τάξεις των αγγέλων.
ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΗ ΜΑΚΡΙΑ
Ιχνοβατώ στο δρόμο για την ποίηση.
Μα είμ’ ακόμη μακριά!
Οι όχθες του ανηφορικές,
σπαρμένες μάτια κρυμμένα
που ψηλαφούν αδιάκοπα,
τον τρύγο της ψυχής μου.
Νομίζουν πως δεν τα βλέπω!
Μια μέρα θ' αποκαλυφθούν
και θα 'χουν να πουν
για μένα…
Πασχίζω να τους δώσω
τα λόγια.
Να είναι δικά μου.
Μα…
-Είμαι ακόμη μακριά!-
Μόλις που φαίνομαι μια μικρή ακαθόριστη κουκκίδα
στο βάθος του λόγου.
ΣΕΙΣ οι προηγούμενοι από μένα
αφήσατε τα σημάδια σας.
Άλλοι βότσαλα, άλλοι ψίχουλα
κι άλλοι το σωτήριο νήμα.
Άλλοι… σταγόνες αίμα !
Σας ευχαριστώ!
Όταν φτάσω, αν φτάσω ποτέ,
δε θέλω γιορτή…
Θυμίστε μου μόνο
την καταγωγή μου.
Δεν ξέρω γιατί… -καθόλου τυχαία-
κάτι μου κίνησε την προσοχή επάνω σου.
Τόσο, που ένιωσα να σε καμαρώνω
και να σε πονώ συνάμα σαν παιδί μου
καθώς στριφογύριζες σ' ένα βαρύ ζεϊμπέκικο,
με τα φτερά σου ανοιγμένα στο Θεό,
σα φορτωμένο, φλεγόμενο αεροπλάνο
που μετρά το ύψος βογκώντας,
έτοιμο να βουτήξει από στιγμή σε στιγμή
στην απεραντοσύνη των καημών του.
Το πρόσωπο σου, η ματιά σου,
τα χέρια και τα πόδια σου,
το κορμί σου ολάκερο και η ψυχή σου,
δε χόρευαν απλώς…
Μιλούσαν! Πονούσαν!
Μαρτυρούσαν έναν πόνο ακατάβλητο.
Δεν ξέρω αν είσαι παιδί της εργατιάς ή αριστοκράτης.
Δε μ' ενδιαφέρει και πολύ η καταγωγή σου.
Άλλωστε στον καιρό μας δε διακρίνεται και τόσο εύκολα.
Δε θέλω να σου μιλήσω
να μοιραστώ τον πόνο σου,
γιατί φοβάμαι τις απλές κουβέντες σου
μη με συνθλίψουν με το βάρος της σκληρής πραγματικότητας
και δε θα τ' αντέξω.
Μόνο μαντεύω.
Νιώθω ό,τι εκπέμπεις τούτη τη βραδιά.
Μαντεύω, πως δε σου βγήκε η ζωή
κατά πώς την ονειρεύτηκες.
Κι η μοίρα, σου φύλαξε κομμάτι πικρό.
Μαντεύω, πως τούτη τη βραδιά
δεν ξέρω γιατί –κι ούτε θέλω να μάθω-
θες ν' αναληφθείς.
Θέλεις να πετάξεις.
Ένα τραγούδι δρόμος, απ' την καρδιά ως τον ουρανό
και βάλθηκες να τον διανύσεις χορεύοντας,
αναζητώντας επίμονα μια θέση
ν' απιθώσεις τον –άγνωστο για μένα – καημό σου,
στις τάξεις των αγγέλων.
ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΗ ΜΑΚΡΙΑ
Ιχνοβατώ στο δρόμο για την ποίηση.
Μα είμ’ ακόμη μακριά!
Οι όχθες του ανηφορικές,
σπαρμένες μάτια κρυμμένα
που ψηλαφούν αδιάκοπα,
τον τρύγο της ψυχής μου.
Νομίζουν πως δεν τα βλέπω!
Μια μέρα θ' αποκαλυφθούν
και θα 'χουν να πουν
για μένα…
Πασχίζω να τους δώσω
τα λόγια.
Να είναι δικά μου.
Μα…
-Είμαι ακόμη μακριά!-
Μόλις που φαίνομαι μια μικρή ακαθόριστη κουκκίδα
στο βάθος του λόγου.
ΣΕΙΣ οι προηγούμενοι από μένα
αφήσατε τα σημάδια σας.
Άλλοι βότσαλα, άλλοι ψίχουλα
κι άλλοι το σωτήριο νήμα.
Άλλοι… σταγόνες αίμα !
Σας ευχαριστώ!
Όταν φτάσω, αν φτάσω ποτέ,
δε θέλω γιορτή…
Θυμίστε μου μόνο
την καταγωγή μου.
ΤΟ ΚΑΔΡΟ
Απόμεινα μιαν άχαρη σκιά
στον ξέθωρο τοίχο του χρόνου
καθώς ανασήκωσες και πήρες μαζί σου
το κάδρο της ψυχής μας.
Ένα βυθισμένο ηλιοβασίλεμα
με χρώματα ανεξίτηλα ερωτικά,
όλο φωτιά .
Στο όνομά του,
ορίσαμε το σύμπαν ολάκερο
και το λόγο της ύπαρξής του.
Δε θέλω να πιστέψω
πως έχουν όλα ένα τέλος.
Μα αν βουληθείς να ισορροπήσεις
πάνω σε όνειρο φθαρτό,
μη βιαστείς να υμνολογήσεις την τύχη σου.
Στο σύμπαν, δεν είναι τίποτα τυχαίο!
Ούτε καν εκείνη η μικρή κόκκινη σταγόνα
των χειλιών σου που όρισε τόσο ερωτικά
την απόχρωση της ζωγραφιάς,
στο κάδρο της ψυχής μας.
Ούτε καν, εκείνη η μικρή άμορφη κουκκίδα
που καταφέρνει -με τη δύναμη της πίστης-
να περπατά
πάνω στα ήρεμα, κόκκινα νερά σου.
Νυχτερινέ της μνήμης άνεμε.
Εσύ που είσαι πίσω απ' το μικρόφωνο.
Ήξερες μήπως κάτι για μένα;
Μ' έκανες και ξενύχτησα πάλι μαζί σου.
Ώρες -ώρες, πήγες να με τρελάνεις.
Κάθε σου δίσκος, κάθε τραγούδι,
μια μαχαιριά γλυκόπικρη στο κέντρο της ψυχής.
Έχεις άφθονες μνήμες πλάι σου
και κάθε τόσο βουτάς το μαχαίρι σου σ' αυτές
και με πληγώνεις γλυκά κι αλύπητα,
θαρρείς και ζήσαμε μαζί και ξέρεις τι ζητώ
και τι με πονάει πιότερο.
Νυχτερινέ της μνήμης άνεμε.
Εσύ που είσαι πίσω απ' το μικρόφωνο.
Εσύ… είσαι ο ηθικός αυτουργός
που με κάνει τούτη τη νύχτα
να δακρύζω, να ιδρώνω και να στριφογυρίζω αδιάκοπα
με φουσκωμένη την ψυχή,
γύρω απ' τις ορφανές μου σκέψεις.
Εσύ, είσαι ο ηθικός αυτουργός
που με κάνει ν' αγαπώ και να μισώ συνάμα,
ό,τι ξεχνώ κι ό,τι θυμάμαι.
Τι τρικυμία είν' αυτή στ' αέρινα κύματά σου
που μ' απειλεί κάθε στιγμή με αύτανδρο ναυάγιο
σ' απύθμενο βυθό!
Δεν ακούς που εκπέμπω συνεχώς σήματα S.O.S.;
Δεν πιάνεις τις αντένες μου που σε καλούν.
Αν συνεχίσεις λίγο ακόμα,
αλήθεια στο λέω,
θα πνιγώ στα βράδια εκείνα των βιαστικών μου χρόνων,
όπου έλιωνα κι ευωδίαζα
στο αειπάρθενο μυστήριο του έρωτα.
Και τότε εσύ… μη φοβηθείς τις Ερινύες σου.
Ξωπίσω σου δεν τρέχουν βαστώντας σπαθί και ζυγό.
Μονάχα θέλουν δίχως άλλο να σου πουν,
πόσες ψυχές απόψε αναδύθηκαν
με την αιθέρια αμπολή σου,
απ' τον απώτερο βυθό της μνήμης
στα μυστικά του πόθου ονείρατα.
ΑΝΔΡΟΣ
Η όψη σου, μια προσευχή αδιάκοπη,
που υψώνεται στον ουρανό με χίλιους τρόπους.
Από τις άγιες κορφές των λευκών καμπαναριών
στα ηλιοστάλαχτα ξωκλήσια σου,
που ανάγκες και τάματα
τα σκόρπισαν στα πιο περίσκεπτα τοπία σου.
Απ' τις ολόρθες, καταπράσινες ακίδες των κυπαρισσιών σου,
που αγωνιούν να φτάσουν
ολοένα και πιο κοντά στο Θεό.
Απ' τα κατάρτια των ψυχών των μανάδων,
που δεν ξαφνιάστηκαν ποτέ απ' την απόφαση των γιων τους,
τότε που ορμητικά το αίμα σου κυλούσε
στις φλέβες των ξερολιθιών,
που τόσο δίκαια όριζαν
τα όνειρα των θυμαριών σου.
Κι αν αλύπητα σε κουρσεύουν οι ανέμοι,
είναι γιατί αυτό εζήλεψαν!
Τον πλούτο των πνευμάτων, που σα φωτοστέφανο τυλίγουν
το λευκό πηλήκιο των παλικαριών σου.
Και δεν τ' αποχωρίζονται ποτέ!!
Ακόμα και τότε, που μόνο του πλέει στο μαύρο κύμα,
και κάποια στιγμή απρόσμενη τ' απιθώνει με σεβασμό αλλόφρονα,
στην άκρη του γιαλού σου.
Κι ύστερα … ανυψώνεται, αερικό ολόλευκο, γλάρος αμόλυντος,
που αγόγγυστα πετά πάνω απ' τον υπέρτατο στεναγμό της μάνας.
Κι είναι αλήθεια αξιοπρόσεχτο να βλέπεις
με πόση άνεση χειρίζεται
τον άνεμο κουρσάρο!!
Άνδρος … αρμένιζε σεμνή κι αγέρωχη τα πέλαγα
της γης, του νου και της ψυχής,
κατά πώς σου πρέπει.
Στην πλώρη σου, η Παναγιά η Θαλασσινή,
θα σ' οδηγεί παντοτινά,
στις λιόχαρες προσδοκίες των παιδιών σου.
Εσένα, που άξια λογίστηκες
του Αιγαίου καπετάνισσα.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΟΙΗΤΗ
Κάνε Θεέ μου έναν απρόσμενο κατακλυσμό.
Πλημμύρισέ μου την ψυχή
μ' αισθήματα και λέξεις και τόλμη.
Κι αξίωσέ με, να σου χτίσω παλάτια και ναούς
κι αυλίτσες με φτωχόσπιτα.
Να σου αραδιάσω χαρές και λύπες των ανθρώπων.
Το γέλιο των παιδιών, νεράκι γάργαρο στο ξάγναντο της ζωής.
Το κλάμα των μανάδων, μελαγχολική, χειμωνιάτικη βροχή
που αρνείται να τελειώσει.
Να ζωγραφίσω με τα πιο ζωντανά χρώματα της αγάπης
το ουράνιο τόξο του έρωτα.
Να σου προσφέρω αντίδωρο, το " αλληλούια"
με τις πρωινές προσευχές των πουλιών.
Να ζωντανέψω το δικαιότερο δικαστήριο του κόσμου,
τη συνείδηση της ψυχής.
Να πυροδοτήσω επαναστάσεις αξιών
που ανέλπιστα θαφτήκανε στο λήθαργο της ύλης.
Κι όλ' αυτά, μια ποικιλία λουλουδιών,
σ' ένα λιβάδι αντίκρυ από το φως σου,
να καμαρώνεις –μ' ανακούφιση-
το Έργο σου.
ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Γεμίσαμε καθρέφτες…
Γεμίσαμε το "έξω"…
Γιατί, τι άλλο θα μπορούσαν να μας δείξουν
οι καθρέφτες;
Πλησίασες έναν… και κοιτάχτηκες.
Είναι ζήτημα αν μπορείς ν' αντισταθείς
έστω και λίγο
σα βρεθεί απέναντί σου.
Νιώθεις μιαν ασίγαστη ανάγκη
να επιβεβαιώσεις την όψη σου, μα όχι τον εαυτό σου.
Ή να συμβιβαστείς μ' αυτήν.
Πολλοί καθρέφτες… Πολλά φώτα…
Όσο πιο πολλοί καθρέφτες,
τόσο πιο πολλά φώτα .
Μια αστραφτερή συμμαχία
που αγωνίζεται θαρρείς να εξαφανίσει
κάθε ίχνος σκιάς.
Περνούμε ανάμεσά τους…
καθρεφτιζόμαστε, φωτιζόμαστε.
Μα τι κρίμα!!, δεν αφήνουμε ίχνος σκιάς.
Μήπως δεν υπάρχουμε; Μήπως στερέψαμε;
Γίναμε λοιπόν τόσο διάφανοι, τόσο άδειοι
που δεν μας αγγίζει ούτε το φως;
Πού είναι η ουσία μας;
Ποιος μας άδειασε απ' αυτήν;
Πού να βρω το φταίχτη; Ποιον να κατηγορήσω;
Μια ουσία … Μιαν αξιόπιστη σκιά τέλος πάντων
κι ας είναι και ξυπόλητη.
Αρκεί να πάλλεται στο θρόισμα του κόσμου
και να ερμηνεύει δίκαια
το φως που απορροφά.
Τόλμησε λοιπόν να προβάλεις μια σκιά .
Τη δική σου σκιά.
Να σ' ακολουθεί για πάντα.
Γιατί μας εγκατέλειψε; Γιατί την εγκαταλείψαμε;
Δεν την αξίζαμε; ή δε μας άξιζε;
Είναι επώδυνο, το ξέρω.
Το ξέρουμε όλοι μας!
Γιατί χρειάζεται ουσία, χρειάζεται νόημα, έργο κι αξία.
Κι εμείς, έχουμε βολευτεί στην αδειοσύνη μας.
Γιατί το κενό βλέπεις, δεν έχει βάρος,
δεν έχει εκτόπισμα, δεν προκαλεί άνωση.
Μα σαν το αντιληφτούμε,
τότε γίνεται ασήκωτο
πιότερο κι από γερμένο βράχο
που από στιγμή σε στιγμή κινδυνεύει ν' αποκολληθεί
από τον κύριο όγκο της συνείδησης.
Καθρέφτες! Πολλοί καθρέφτες !
Για το "έξω" μας! Για την όψη μας!
Μα ξέρεις καλά πως…
ένα αληθινό λουλούδι
ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη της κολόνιας
ή του χρώματος.
Ένα αληθινό διαμάντι
ποτέ δεν προσποιήθηκε κάτω από το φως του ήλιου.
Μια πραγματική αξία
ποτέ δε στάθηκε μπρος στους καθρέφτες
γιατί απλούστατα, δεν έχει ανάγκη από είδωλα.
Μπορώ να δικαιολογήσω ως ένα βαθμό
το ελαφρό γιορτινό πέταγμα της νεότητάς σου.
Μα εσένα ανώριμε μεσόκοπε
αλήθεια σε λυπάμαι.
Και πιο πολύ εσένα γυναίκα,
που ενώ ωρίμασαν οι χρείες σου
εσύ επιμένεις να σέρνεσαι ακόμη
-ερειστικά και ματαιόδοξα-
μ' όλα τα σημάδια της αλαφρότητας
πίσω απ' το φευγαλέο άρμα της νιότης.
Η παρουσία σου -νομίζεις εσύ- εντυπωσιακή
και καθώς πρέπει, στο κοινωνικό σου αλώνι,
όπου μεσ' από ένα υποκριτικό καλειδοσκόπιο
θες δε θες, όλα σου φαίνονται όμορφα.
Το φως χτυπιέται αράθυμο στους καθρέφτες του "έξω"
και σε διαπερνά ανεκμετάλλευτο.
Μα… κοίταξε αυτούς τους λίγους!...
και μην προσπαθείς να κρυφτείς στη σκιά τους.
Τόλμησε να προβάλεις τη δική σου.
Ψάξε για την ουσία
και μην απεμπολήσεις ποτέ
την πρώτη ευκαιρία που θα σου δοθεί
μέσ' απ' το γνήσιο συλλογισμό σου.
Τσάκισε με πάταγο τον απέναντι καθρέφτη σου
-δεν είναι γρουσουζιά-
κι άφησε να τρέξει ελεύθερα, πηχτός,
ο άρρωστος μύθος των ειδώλων.
Γιατί…
Δεν καταλάβαμε ακόμη – δυστυχώς –
πως είν' αλλιώτικη η αληθινή οδός
που οδηγεί στην αειφόρο διάσταση του αοράτου
καθώς αυτή προκύπτει αλάνθαστα
κάτω απ' το βάρος της δικής μας
πολύπαθης πνευματικής ουσίας.
Κι αλήθεια, θα το 'χαμε προσέξει
-από πολύ νωρίς-
αν είχαμε κοιταχτεί έστω και μια φορά
στα θολά της ψυχής μας
τ' απόνερα!
Απόμεινα μιαν άχαρη σκιά
στον ξέθωρο τοίχο του χρόνου
καθώς ανασήκωσες και πήρες μαζί σου
το κάδρο της ψυχής μας.
Ένα βυθισμένο ηλιοβασίλεμα
με χρώματα ανεξίτηλα ερωτικά,
όλο φωτιά .
Στο όνομά του,
ορίσαμε το σύμπαν ολάκερο
και το λόγο της ύπαρξής του.
Δε θέλω να πιστέψω
πως έχουν όλα ένα τέλος.
Μα αν βουληθείς να ισορροπήσεις
πάνω σε όνειρο φθαρτό,
μη βιαστείς να υμνολογήσεις την τύχη σου.
Στο σύμπαν, δεν είναι τίποτα τυχαίο!
Ούτε καν εκείνη η μικρή κόκκινη σταγόνα
των χειλιών σου που όρισε τόσο ερωτικά
την απόχρωση της ζωγραφιάς,
στο κάδρο της ψυχής μας.
Ούτε καν, εκείνη η μικρή άμορφη κουκκίδα
που καταφέρνει -με τη δύναμη της πίστης-
να περπατά
πάνω στα ήρεμα, κόκκινα νερά σου.
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΥΛΟΥ
Τούτος ο ήχος… Πώς να σου το πω!
Μου μοιάζει θεϊκός!
Με συνεπαίρνει κι απρόσμενα με ταξιδεύει
σε χρόνους βαθιά προγονικούς… μυθικούς.
Νιώθω το πνεύμα του ασυγκράτητο
να με διαρρέει,
αποσαθρώνοντας το σύγχρονο ψηφιακό μου κόσμο
στα πρότερα αρχέγονα κομμάτια του.
Κι εργάτες ξωτικά, γυμνόστηθα μυρμήγκια
με χτένια και δαγκάνες,
δίχως να χάνουνε καιρό,
αναδομούν κι υφαίνουν έναν κόσμο απολύτως θυμικό,
πάνω σε νέες βάσεις, με άλλη τακτική.
Κερήθρες του τέλειου φυσικού εξαγώνου
μ' αρμούς αλάνθαστα αρμονικούς που σε μαγεύουν.
Μακάριος κείνος ο άνεμος
που τόσο ακριβοδίκαια μοιράστηκε
μεσ' απ' τα ηχότροπα στόματα του άδειου καλαμιού
κι ύστερα μεθυσμένος χτυπήθηκε κι αντήχησε γλυκά,
τους απόκρημνους βράχους των βουνών
και των ψυχών μας, καμπυλώνοντας.
Μακάρια και τα φύλλα της ψυχής τα ενδότερα
που τον ερούφηξαν και δώσαν χρώμα κι άρωμα
στο μέλι τους.
Ένα "όχι" απέραντα ποιητικό κι ελεύθερο.
Πώς το ετόλμησες ορεστιάδα κόρη
στην άκρατη ερωθυμία του σάτυρου θεού;
Και τον εθύμωσες, τον παραλόγιασες.
Και στο θυμό του απάνω πέταξε στ' απάτητα βουνά
τον μαγικόν αυλόν του.
Μα δεν εχάθη…Ευτυχώς!
Ένα παιχνίδι "κρυμμένου θησαυρού" εφύλαξεν η μοίρα
στο νεαρό μαΐστορα βοσκό.
Και τον ευρήκε τη στιγμή που αρμένιζε μ' ολόλευκα πανιά,
στην απέραντη καταπράσινη σκλαβιά του.
Τούτος ο ήχος… πνεύμα απαρηγόρητα στοχαστικό,
με τη γλυκιά πρωτόγονη βραχνάδα του,
σώριασε μέσα μου με μιας
τα σύγχρονα τείχη της Ιεριχούς.
Ακούσματα λιτά κι ανόθευτα ερωτικά,
ξεσπάσματα ανοιξιάτικα της καταιγίδας λεβεντιάς
και γιατρικό επώδυνο, ο θλιμμένος αλαλαγμός του.
Κι αν η βίαιη παλίρροια του λογισμού
μ' ανακαλεί στην "τάξη" με ύφος αυστηρό,
κοιτάζοντας κάθε τόσο το άψυχο χρονόμετρό της,
θυμίζοντάς μου τους γρήγορους αγχωτικούς ρυθμούς
της αδηφάγου εποχής μου…
εγώ… έχω μάθει πια να δραπετεύω
κάτω απ' τ' αδιάκριτα βλέμματα των καχύποπτων φρουρών,
κάθε που ο ήχος του αυλού,
μου ανοίγει την κερκόπορτα του ονείρου.
Κι είναι θαύμα να βλέπεις πόσοι αδημονούν
στην είσοδό του!
ΗΘΙΚΟΣ ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ
Τούτος ο ήχος… Πώς να σου το πω!
Μου μοιάζει θεϊκός!
Με συνεπαίρνει κι απρόσμενα με ταξιδεύει
σε χρόνους βαθιά προγονικούς… μυθικούς.
Νιώθω το πνεύμα του ασυγκράτητο
να με διαρρέει,
αποσαθρώνοντας το σύγχρονο ψηφιακό μου κόσμο
στα πρότερα αρχέγονα κομμάτια του.
Κι εργάτες ξωτικά, γυμνόστηθα μυρμήγκια
με χτένια και δαγκάνες,
δίχως να χάνουνε καιρό,
αναδομούν κι υφαίνουν έναν κόσμο απολύτως θυμικό,
πάνω σε νέες βάσεις, με άλλη τακτική.
Κερήθρες του τέλειου φυσικού εξαγώνου
μ' αρμούς αλάνθαστα αρμονικούς που σε μαγεύουν.
Μακάριος κείνος ο άνεμος
που τόσο ακριβοδίκαια μοιράστηκε
μεσ' απ' τα ηχότροπα στόματα του άδειου καλαμιού
κι ύστερα μεθυσμένος χτυπήθηκε κι αντήχησε γλυκά,
τους απόκρημνους βράχους των βουνών
και των ψυχών μας, καμπυλώνοντας.
Μακάρια και τα φύλλα της ψυχής τα ενδότερα
που τον ερούφηξαν και δώσαν χρώμα κι άρωμα
στο μέλι τους.
Ένα "όχι" απέραντα ποιητικό κι ελεύθερο.
Πώς το ετόλμησες ορεστιάδα κόρη
στην άκρατη ερωθυμία του σάτυρου θεού;
Και τον εθύμωσες, τον παραλόγιασες.
Και στο θυμό του απάνω πέταξε στ' απάτητα βουνά
τον μαγικόν αυλόν του.
Μα δεν εχάθη…Ευτυχώς!
Ένα παιχνίδι "κρυμμένου θησαυρού" εφύλαξεν η μοίρα
στο νεαρό μαΐστορα βοσκό.
Και τον ευρήκε τη στιγμή που αρμένιζε μ' ολόλευκα πανιά,
στην απέραντη καταπράσινη σκλαβιά του.
Τούτος ο ήχος… πνεύμα απαρηγόρητα στοχαστικό,
με τη γλυκιά πρωτόγονη βραχνάδα του,
σώριασε μέσα μου με μιας
τα σύγχρονα τείχη της Ιεριχούς.
Ακούσματα λιτά κι ανόθευτα ερωτικά,
ξεσπάσματα ανοιξιάτικα της καταιγίδας λεβεντιάς
και γιατρικό επώδυνο, ο θλιμμένος αλαλαγμός του.
Κι αν η βίαιη παλίρροια του λογισμού
μ' ανακαλεί στην "τάξη" με ύφος αυστηρό,
κοιτάζοντας κάθε τόσο το άψυχο χρονόμετρό της,
θυμίζοντάς μου τους γρήγορους αγχωτικούς ρυθμούς
της αδηφάγου εποχής μου…
εγώ… έχω μάθει πια να δραπετεύω
κάτω απ' τ' αδιάκριτα βλέμματα των καχύποπτων φρουρών,
κάθε που ο ήχος του αυλού,
μου ανοίγει την κερκόπορτα του ονείρου.
Κι είναι θαύμα να βλέπεις πόσοι αδημονούν
στην είσοδό του!
ΗΘΙΚΟΣ ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ
Νυχτερινέ της μνήμης άνεμε.
Εσύ που είσαι πίσω απ' το μικρόφωνο.
Ήξερες μήπως κάτι για μένα;
Μ' έκανες και ξενύχτησα πάλι μαζί σου.
Ώρες -ώρες, πήγες να με τρελάνεις.
Κάθε σου δίσκος, κάθε τραγούδι,
μια μαχαιριά γλυκόπικρη στο κέντρο της ψυχής.
Έχεις άφθονες μνήμες πλάι σου
και κάθε τόσο βουτάς το μαχαίρι σου σ' αυτές
και με πληγώνεις γλυκά κι αλύπητα,
θαρρείς και ζήσαμε μαζί και ξέρεις τι ζητώ
και τι με πονάει πιότερο.
Νυχτερινέ της μνήμης άνεμε.
Εσύ που είσαι πίσω απ' το μικρόφωνο.
Εσύ… είσαι ο ηθικός αυτουργός
που με κάνει τούτη τη νύχτα
να δακρύζω, να ιδρώνω και να στριφογυρίζω αδιάκοπα
με φουσκωμένη την ψυχή,
γύρω απ' τις ορφανές μου σκέψεις.
Εσύ, είσαι ο ηθικός αυτουργός
που με κάνει ν' αγαπώ και να μισώ συνάμα,
ό,τι ξεχνώ κι ό,τι θυμάμαι.
Τι τρικυμία είν' αυτή στ' αέρινα κύματά σου
που μ' απειλεί κάθε στιγμή με αύτανδρο ναυάγιο
σ' απύθμενο βυθό!
Δεν ακούς που εκπέμπω συνεχώς σήματα S.O.S.;
Δεν πιάνεις τις αντένες μου που σε καλούν.
Αν συνεχίσεις λίγο ακόμα,
αλήθεια στο λέω,
θα πνιγώ στα βράδια εκείνα των βιαστικών μου χρόνων,
όπου έλιωνα κι ευωδίαζα
στο αειπάρθενο μυστήριο του έρωτα.
Και τότε εσύ… μη φοβηθείς τις Ερινύες σου.
Ξωπίσω σου δεν τρέχουν βαστώντας σπαθί και ζυγό.
Μονάχα θέλουν δίχως άλλο να σου πουν,
πόσες ψυχές απόψε αναδύθηκαν
με την αιθέρια αμπολή σου,
απ' τον απώτερο βυθό της μνήμης
στα μυστικά του πόθου ονείρατα.
ΑΝΔΡΟΣ
Η όψη σου, μια προσευχή αδιάκοπη,
που υψώνεται στον ουρανό με χίλιους τρόπους.
Από τις άγιες κορφές των λευκών καμπαναριών
στα ηλιοστάλαχτα ξωκλήσια σου,
που ανάγκες και τάματα
τα σκόρπισαν στα πιο περίσκεπτα τοπία σου.
Απ' τις ολόρθες, καταπράσινες ακίδες των κυπαρισσιών σου,
που αγωνιούν να φτάσουν
ολοένα και πιο κοντά στο Θεό.
Απ' τα κατάρτια των ψυχών των μανάδων,
που δεν ξαφνιάστηκαν ποτέ απ' την απόφαση των γιων τους,
τότε που ορμητικά το αίμα σου κυλούσε
στις φλέβες των ξερολιθιών,
που τόσο δίκαια όριζαν
τα όνειρα των θυμαριών σου.
Κι αν αλύπητα σε κουρσεύουν οι ανέμοι,
είναι γιατί αυτό εζήλεψαν!
Τον πλούτο των πνευμάτων, που σα φωτοστέφανο τυλίγουν
το λευκό πηλήκιο των παλικαριών σου.
Και δεν τ' αποχωρίζονται ποτέ!!
Ακόμα και τότε, που μόνο του πλέει στο μαύρο κύμα,
και κάποια στιγμή απρόσμενη τ' απιθώνει με σεβασμό αλλόφρονα,
στην άκρη του γιαλού σου.
Κι ύστερα … ανυψώνεται, αερικό ολόλευκο, γλάρος αμόλυντος,
που αγόγγυστα πετά πάνω απ' τον υπέρτατο στεναγμό της μάνας.
Κι είναι αλήθεια αξιοπρόσεχτο να βλέπεις
με πόση άνεση χειρίζεται
τον άνεμο κουρσάρο!!
Άνδρος … αρμένιζε σεμνή κι αγέρωχη τα πέλαγα
της γης, του νου και της ψυχής,
κατά πώς σου πρέπει.
Στην πλώρη σου, η Παναγιά η Θαλασσινή,
θα σ' οδηγεί παντοτινά,
στις λιόχαρες προσδοκίες των παιδιών σου.
Εσένα, που άξια λογίστηκες
του Αιγαίου καπετάνισσα.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΠΟΙΗΤΗ
Κάνε Θεέ μου έναν απρόσμενο κατακλυσμό.
Πλημμύρισέ μου την ψυχή
μ' αισθήματα και λέξεις και τόλμη.
Κι αξίωσέ με, να σου χτίσω παλάτια και ναούς
κι αυλίτσες με φτωχόσπιτα.
Να σου αραδιάσω χαρές και λύπες των ανθρώπων.
Το γέλιο των παιδιών, νεράκι γάργαρο στο ξάγναντο της ζωής.
Το κλάμα των μανάδων, μελαγχολική, χειμωνιάτικη βροχή
που αρνείται να τελειώσει.
Να ζωγραφίσω με τα πιο ζωντανά χρώματα της αγάπης
το ουράνιο τόξο του έρωτα.
Να σου προσφέρω αντίδωρο, το " αλληλούια"
με τις πρωινές προσευχές των πουλιών.
Να ζωντανέψω το δικαιότερο δικαστήριο του κόσμου,
τη συνείδηση της ψυχής.
Να πυροδοτήσω επαναστάσεις αξιών
που ανέλπιστα θαφτήκανε στο λήθαργο της ύλης.
Κι όλ' αυτά, μια ποικιλία λουλουδιών,
σ' ένα λιβάδι αντίκρυ από το φως σου,
να καμαρώνεις –μ' ανακούφιση-
το Έργο σου.
Γεμίσαμε καθρέφτες…
Γεμίσαμε το "έξω"…
Γιατί, τι άλλο θα μπορούσαν να μας δείξουν
οι καθρέφτες;
Πλησίασες έναν… και κοιτάχτηκες.
Είναι ζήτημα αν μπορείς ν' αντισταθείς
έστω και λίγο
σα βρεθεί απέναντί σου.
Νιώθεις μιαν ασίγαστη ανάγκη
να επιβεβαιώσεις την όψη σου, μα όχι τον εαυτό σου.
Ή να συμβιβαστείς μ' αυτήν.
Πολλοί καθρέφτες… Πολλά φώτα…
Όσο πιο πολλοί καθρέφτες,
τόσο πιο πολλά φώτα .
Μια αστραφτερή συμμαχία
που αγωνίζεται θαρρείς να εξαφανίσει
κάθε ίχνος σκιάς.
Περνούμε ανάμεσά τους…
καθρεφτιζόμαστε, φωτιζόμαστε.
Μα τι κρίμα!!, δεν αφήνουμε ίχνος σκιάς.
Μήπως δεν υπάρχουμε; Μήπως στερέψαμε;
Γίναμε λοιπόν τόσο διάφανοι, τόσο άδειοι
που δεν μας αγγίζει ούτε το φως;
Πού είναι η ουσία μας;
Ποιος μας άδειασε απ' αυτήν;
Πού να βρω το φταίχτη; Ποιον να κατηγορήσω;
Μια ουσία … Μιαν αξιόπιστη σκιά τέλος πάντων
κι ας είναι και ξυπόλητη.
Αρκεί να πάλλεται στο θρόισμα του κόσμου
και να ερμηνεύει δίκαια
το φως που απορροφά.
Τόλμησε λοιπόν να προβάλεις μια σκιά .
Τη δική σου σκιά.
Να σ' ακολουθεί για πάντα.
Γιατί μας εγκατέλειψε; Γιατί την εγκαταλείψαμε;
Δεν την αξίζαμε; ή δε μας άξιζε;
Είναι επώδυνο, το ξέρω.
Το ξέρουμε όλοι μας!
Γιατί χρειάζεται ουσία, χρειάζεται νόημα, έργο κι αξία.
Κι εμείς, έχουμε βολευτεί στην αδειοσύνη μας.
Γιατί το κενό βλέπεις, δεν έχει βάρος,
δεν έχει εκτόπισμα, δεν προκαλεί άνωση.
Μα σαν το αντιληφτούμε,
τότε γίνεται ασήκωτο
πιότερο κι από γερμένο βράχο
που από στιγμή σε στιγμή κινδυνεύει ν' αποκολληθεί
από τον κύριο όγκο της συνείδησης.
Καθρέφτες! Πολλοί καθρέφτες !
Για το "έξω" μας! Για την όψη μας!
Μα ξέρεις καλά πως…
ένα αληθινό λουλούδι
ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη της κολόνιας
ή του χρώματος.
Ένα αληθινό διαμάντι
ποτέ δεν προσποιήθηκε κάτω από το φως του ήλιου.
Μια πραγματική αξία
ποτέ δε στάθηκε μπρος στους καθρέφτες
γιατί απλούστατα, δεν έχει ανάγκη από είδωλα.
Μπορώ να δικαιολογήσω ως ένα βαθμό
το ελαφρό γιορτινό πέταγμα της νεότητάς σου.
Μα εσένα ανώριμε μεσόκοπε
αλήθεια σε λυπάμαι.
Και πιο πολύ εσένα γυναίκα,
που ενώ ωρίμασαν οι χρείες σου
εσύ επιμένεις να σέρνεσαι ακόμη
-ερειστικά και ματαιόδοξα-
μ' όλα τα σημάδια της αλαφρότητας
πίσω απ' το φευγαλέο άρμα της νιότης.
Η παρουσία σου -νομίζεις εσύ- εντυπωσιακή
και καθώς πρέπει, στο κοινωνικό σου αλώνι,
όπου μεσ' από ένα υποκριτικό καλειδοσκόπιο
θες δε θες, όλα σου φαίνονται όμορφα.
Το φως χτυπιέται αράθυμο στους καθρέφτες του "έξω"
και σε διαπερνά ανεκμετάλλευτο.
Μα… κοίταξε αυτούς τους λίγους!...
και μην προσπαθείς να κρυφτείς στη σκιά τους.
Τόλμησε να προβάλεις τη δική σου.
Ψάξε για την ουσία
και μην απεμπολήσεις ποτέ
την πρώτη ευκαιρία που θα σου δοθεί
μέσ' απ' το γνήσιο συλλογισμό σου.
Τσάκισε με πάταγο τον απέναντι καθρέφτη σου
-δεν είναι γρουσουζιά-
κι άφησε να τρέξει ελεύθερα, πηχτός,
ο άρρωστος μύθος των ειδώλων.
Γιατί…
Δεν καταλάβαμε ακόμη – δυστυχώς –
πως είν' αλλιώτικη η αληθινή οδός
που οδηγεί στην αειφόρο διάσταση του αοράτου
καθώς αυτή προκύπτει αλάνθαστα
κάτω απ' το βάρος της δικής μας
πολύπαθης πνευματικής ουσίας.
Κι αλήθεια, θα το 'χαμε προσέξει
-από πολύ νωρίς-
αν είχαμε κοιταχτεί έστω και μια φορά
στα θολά της ψυχής μας
τ' απόνερα!
ΕΥΓΕΝΗΣ
ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ
Πρότεινες αγέρωχα το στήθος σου
- εμπροσθοφυλακή -.
Επιμελώς απροκάλυπτο, προκλητικά ανέγγιχτο,
μυστηριωδώς ακατάληπτο,
σε μία μάχη κρίσιμη
του έρωτα και της ζωής.
Όπλο ακαταμάχητο από ψηλά δοσμένο
που εσύ χειρίστηκες με τρόπο θαυμαστό
έτσι, που άμεσα ν' αντιδρά στο κάλεσμα της νιότης.
Οι σκέψεις μου κι οι αισθήσεις μου σαστισμένες
παρατάχτηκαν απέναντί σου
όχι σε θέση άμυνας απεγνωσμένης
μα σε παράταξη ονειρεμένης αγκαλιάς.
Τι να σου πω!!
Νικήθηκα αμαχητί κατά κράτος.
Τέτοια ήττα ανέλπιστη και τρυφερή,
αχόρταγα να τη γεύεσαι – αιχμάλωτος -
κάτω απ' της απόλαυσης τον καυτόν ίσκιο,
τον ερωτικό.
Κι έτσι υποταγμένος άνευ όρων
στην άμετρη αίσθηση του τρυφερού,
μ' ένα τραγούδι -ύμνο στον έρωτα-
φτερούγισα ανάμεσα στα ηφαίστεια νησιά σου
κι ούτε που κατάλαβα
πως πήρα μέρος
στο υπέρτατο μυστήριο
της ευγενούς μετάλλαξης,
όπου σταγόνα τη σταγόνα,
στη θέση της κόκκινης καυτής σου λάβας
άρχισε ν' αναβλύζει μύρο λευκό
της ζωής και του ρόδου.
Κι ήταν αυτό πράξη ηρωική
πιότερο κι από πολέμου δόξα.
Μαντίλι ολόλευκο που θ' ανεμίζει εσαεί
στον ούριο άνεμο της αιωνιότητας.
ΕΝΑ ΚΕΡΙ
Πρότεινες αγέρωχα το στήθος σου
- εμπροσθοφυλακή -.
Επιμελώς απροκάλυπτο, προκλητικά ανέγγιχτο,
μυστηριωδώς ακατάληπτο,
σε μία μάχη κρίσιμη
του έρωτα και της ζωής.
Όπλο ακαταμάχητο από ψηλά δοσμένο
που εσύ χειρίστηκες με τρόπο θαυμαστό
έτσι, που άμεσα ν' αντιδρά στο κάλεσμα της νιότης.
Οι σκέψεις μου κι οι αισθήσεις μου σαστισμένες
παρατάχτηκαν απέναντί σου
όχι σε θέση άμυνας απεγνωσμένης
μα σε παράταξη ονειρεμένης αγκαλιάς.
Τι να σου πω!!
Νικήθηκα αμαχητί κατά κράτος.
Τέτοια ήττα ανέλπιστη και τρυφερή,
αχόρταγα να τη γεύεσαι – αιχμάλωτος -
κάτω απ' της απόλαυσης τον καυτόν ίσκιο,
τον ερωτικό.
Κι έτσι υποταγμένος άνευ όρων
στην άμετρη αίσθηση του τρυφερού,
μ' ένα τραγούδι -ύμνο στον έρωτα-
φτερούγισα ανάμεσα στα ηφαίστεια νησιά σου
κι ούτε που κατάλαβα
πως πήρα μέρος
στο υπέρτατο μυστήριο
της ευγενούς μετάλλαξης,
όπου σταγόνα τη σταγόνα,
στη θέση της κόκκινης καυτής σου λάβας
άρχισε ν' αναβλύζει μύρο λευκό
της ζωής και του ρόδου.
Κι ήταν αυτό πράξη ηρωική
πιότερο κι από πολέμου δόξα.
Μαντίλι ολόλευκο που θ' ανεμίζει εσαεί
στον ούριο άνεμο της αιωνιότητας.
ΕΝΑ ΚΕΡΙ
Μου είναι τόσο δύσκολο να υπερβώ
τούτες τις ευαίσθητες ανηφορικές γραμμές
που κληρονομήσαμε.
Όχι πως μου λείπουν
τα μεγάλα γεγονότα.
Εσείς, περάσατε τα πιο έντονα.
Διαβήκατε πολλές πλατείες ζοφερές
τη μία πίσω από την άλλη
και τις φωτίσατε.
Τώρα… τόσο φως…
πώς να το παραβγώ
μ' ένα κερί.
Με τόσο λίγο φως,
δεν ξέρω αν μπορώ να λέγομαι…
ποιητής.
Τα γεγονότα, με σκοτίζουν
αφόρητα.
Πρέπει ν' ανάψω… κι άλλο
κερί.
ΠΟΛΥΠΤΥΧΟ
Πώς τα λόγια
μεσ' απ' τη μουσική
γίνονται τραγούδι κι αγγίζουν
μιαν ορισμένη πτυχή του "είναι" μας;
Έτσι κι η ποίηση ακουμπά
στην αντίστοιχη πτυχή της.
Το πολύπτυχο της ψυχής μας
-μια πολύχρωμη βεντάλια-
που ανθίζει ολότελα
όταν και την τελευταία της πτυχή
έχουμε αγγίξει.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΚΙ ΑΙΤΙΑ (ΠΕΡΟΥ)
Καλοκαιριού, ανεμελιάς απόβραδο,
πλάι στου Αιγαίου τα πολύγνωρα ακρογιάλια,
τους αποστόλους σου αντάμωσα που εξαπέστειλες
μ' αιθέριους ήχους να κηρύττουν.
Κι ένα ταξίδι μού 'λαχε αναπάντεχο κι ονειρεμένο,
την εποχή που λιάζεται νηφάλια
στης Αμοργού τα βράχια ο Ποσειδώνας.
Έτσι, στα γρήγορα (δίχως να το καλοσκεφτώ)
μάζεψα ό,τι πολύτιμο απόμεινε
στην πιο τρυφερή γωνιά του νου μου
και πήδηξα αυτόκλητα
στην ξεχασμένη, πολύπαθη σχεδία του Οδυσσέα.
Κι ευθύς, ρεύματα παράξενα πνευμάτων με παρέσυραν
που μ' έβγαλαν γοργά απ' τα κλειστά ιερά της Μεσογείου
σ' άλλες απίστευτες κι απάτητες
απ' του μυαλού μου τα φτερά ακτές
όπου αλλιώτικοι θεοί ορίζανε τις ίδιες ανθρώπινες ανάγκες
στ' απέναντι ανοιχτά της Υδρογείου.
Το μπόλι που μου φύτεψες καλοκαιριάτικα…
έπιασε!!
Κι αχνούς βλασταίνει καρπούς
με εικόνες και ήχους και οσμές
- περίτεχνα πλεγμένες -
απ' τ' αρχαίο σου κελάρι.
Η αντίδραση μου... Εκροή κεχριμπαριού
από ζωοδόχο πληγή!
Θύελλα συναισθημάτων που κορυφώνονται
σε μια νηνεμία ακατάληπτη
στο μάτι του κυκλώνα.
Και να 'μαι τώρα εδώ!
Το ταξίδι κοπιαστικό
μα συναρπαστικό θα έλεγα
με τα κουπιά της φαντασίας μου
να λάμνουν αδιάκοπα
έχοντας στο βάθος του χρόνου
κίνητρο ισχυρό κι απόκρυφο
τον αγιασμό των αρχαίων θεών σου.
Και είμαι τώρα εδώ!
Καλωσόρισέ με
Είμαι βέβαιος για τη μεγαλοσύνη σου
κι είμαι βέβαιος για τις προθέσεις μου.
Δεν ήρθα τυχοδιώκτης άποικος
της χρυσοφόρας γης σου.
Ούτε ισχυρός κατακτητής
με κεραυνούς αγνώστους φορτωμένος.
Μονάχα αυτόν ν' αποκαλύψεις μπρος μου σου ζητώ…
Τον μυστικό σου αιώνιο θησαυρό στ' ανάκτορα
και στις μυστήριες γραμμές των Άνδεων!
Κι αφού συγκρίνω κυκλώπεια λιθάρια
και ραγισμένους αμφορείς
πασχίζοντας να σπάσω κωδικούς -ίσως-
μακρινών συγγενικών δεσμών,
να εφελκυστώ ανάμεσα στις συνυπάρχουσες δυνάμεις
του χθες και του σήμερα
που ακόμα βασιλεύουν κρυμμένες
άλλες στις άβατες παρθένες κηλίδες του κορμιού σου
κι άλλες στο χρηστικό ψηφιακό μοντέλο
νεοφανών πολιτισμών.
Θέλω να ξαποστάσω στις ρίζες τις βαθιές σου,
αιχμαλωτίζοντας χώρο και χρόνο.
Να γίνω θεατής επίσημος
της υπέρτατης στιγμής του κόσμου,
τότε, που αναποφάσιστη η δημιουργία
παραπατώντας ανάμεσα σε στεριά και θάλασσα
τον ήχο εναρμόνιζε χωριστά για κάθε τόπο.
Σε σένα, πρόσφερε απλόχερα
έναν ευαίσθητο πλανόδιον αυλό…
και μια σοφή κιθάρα.
Ήχοι αέρινοι, σαν τις ανάσες του ανέμου
που χαϊδεύουν αδιάκοπα τα στόματα
ανεξερεύνητων σπηλαίων.
Κι έτσι, άνεμος και παλμός γινήκανε ένα.
Κι ευθύς στο λιβάδι τ' ουρανού
φανήκανε αχνά τα πρώτα κοπάδια λευκά σύννεφα
όπου συχνά-πυκνά, φανερώνουν ανάμεσά τους
στο ψηλότερο θεωρείο των Άνδεων,
τον έρωτα -ίδιο παντού και πάντα-
ανέμελο διεκδικητή
που σαϊτιές να εκτοξεύει δεν προκάνει
αναστατώνοντας γλυκά, γη και ουρανό.
Θέλω να σ' αγγίξω!
Να ψηλαφίσω το πνεύμα σου το μελαψό.
Να μοιάσω στο χαμόγελό σου.
Να νιώσω την όμορφη απλοϊκή ψυχή σου, τη ζεστή.
Γιατί …ξεσήκωσες τη δική μου
κι αφού την κέρδισες αμετάκλητα,
βαφτισμένος οπαδός σου πια – σ' ακολούθησα !
Διαφορές και αποστάσεις ιδεών δε με πτοούν
αντίθετα με συνεπαίρνουν.
Και πριν καλά καλά χαράξει εμπρός μου η αποθέωση
καθώς άρχισα ν' ανηφορίζω ανυπόμονα
της γης σου την όψη την πολύμορφη
- απουσία της φθοροποιού εξοικείωσης -
με τη θαυμαστή εικόνα της παρθένας ματιάς,
απαντώ στο δρόμο μου
τα πρώτα γνήσια παιδιά σου.
Δεκατετράχρονα αγόρια και κορίτσια
- αυτοφυή μελαψά χαμόγελα -
με ρυθμό στο λόγο και το βλέμμα τους.
Αυτό το βλέμμα… έτοιμο ν' αδράξει
τον ήλιο της κάθε μέρας
απ' τη ματωμένη άβυσσο και να τον ντύσει
με τα εθνικά γιορτινά του άμφια…
κι ύστερα να τον απιθώσει - ελπίδα αυτονόητη -
στα δυο απόλυτα ζυγισμένα φτερά
του ιερού σου κόνδορα
και να τον ανατείλει.
Ώσπου… στο ίδιο πάλι βλέμμα των παιδιών σου
με το νυχτερινό απύθμενο ουρανό
στη σκοτεινή ίριδα τους,
να καθρεφτιστούν ολόχρυσα
τα εφτά αστέρια του Ωρίωνα
καθώς οργανώνουν στο πανηγύρι της ζωής
μυστήριο λατρευτικό συμπόσιο
Ιαγουάρων θεών και γελαστών ανθρώπων.
Ερμηνεία αναπόφευκτη
στο απόσταγμα του πιο παράτολμου ονείρου
που ισορροπεί θαυμάσια
στην αειφόρο κόψη του ουρανού και της γης.
Ανεβασμένος πια στου λογισμού
το άρμα το εξώτερο,
η σκέψη μου ανάκατη
σε δυσαπάντητα ερωτήματα βουλιάζει
για το πνεύμα που χάθηκε
και για το αίμα των αθώων
που - τι κρίμα - οι Βαλκυρίες
δεν πρόλαβαν να φανερώσουν.
Ίσως, γιατί παντού και πάντοτε
ένας Άβελ να υπάρχει πρέπει
που θα πληρώνει αμετάκλητα
της πλεονεξίας το μέγα τίμημα.
Τώρα πια…
κρυσταλλωμένος αντάξια
στο αυθόρμητο πολυεδρικό σύστημα των αισθημάτων,
είμ’ έτοιμος θαρρώ να διαλυθώ
- συστατικό ανεξιχνίαστο -
στο νάμα των πηγών σου.
Να διαχυθώ στους καταρράχτες των αιώνων σου.
Να εξατμιστώ - με αφορμή κι αιτία -
στης μύησης την πύρα
- όπου ασυναίσθητα ή… κι από συνήθεια,
χαράζω το Σταυρό μου -
κι απ' την ανάσα σου,… εξαγνισμένος πια
να μπω,
στον κύκλο
της ζωής σου.
ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ
Στάθηκα …
Μια σκέψη με καθήλωσε
στην όχθη του κυριακάτικου, κεντρικού ποταμού
της πόλης μου.
Ήσυχος - πεζός – γεμάτος - με δυνατά
και κάποτε σκοτεινά ρεύματα
που ανεβοκατεβαίνουν.
Είπα να καθίσω πλάι σ' άλλες σκέψεις
δίχως να συστηθώ (αυτές έχουν το δικό τους
φανερό ή κρυφό ταξίδι).
Γιατί… μη δώσω στόχο στα ρεύματα,
τι είναι επικίνδυνα τα σχολιανά τους.
Σε ρουφούν αδιάκριτα και σε βυθίζουν
και σε πνίγουν στο άδικο.
Έλεγα λοιπόν… Η σκέψη…
Δεν υπάρχει πιο ελεύθερο,
πιο ανεξάρτητο ον.
Αν τη ζωγράφιζα, θα της έδινα μορφή πουλιού
- που πετάει -
όχι σαν τις όρνιθες που πλάνταξαν στο φαΐ.
Θλίβομαι μόνο - αφάνταστα – που γέμισε
ο τόπος κλουβιά.
Κλουβιά για όλα τα πουλιά.
Διαφόρων μεγεθών και ειδών.
Τόσοι ειδήμονες στον τομέα αυτόν !!!
Πού βρέθηκαν; Πού σπούδασαν;
Τόσοι !, που έχουμε καταντήσει να κυκλοφορούμε
μ' ένα κλουβί στο κεφάλι μας – κλειδωμένο –
(εκτός ολίγων)
και μια κιβωτό στην πλάτη
μ' εντολές που παραβιάσαμε κατ' επανάληψη.
Παρακολουθώ λοιπόν τα ρεύματα
με τα κλουβιά τους
και με τη μια παλάμη τους σφιγμένη.
Συγκρούονται καθώς δεν ελέγχουν τον όγκο τους.
Τα πουλιά ταράζονται, μα το' χουν πάρει απόφαση.
Προσπαθώ να διακρίνω και το έμβλημά τους.
Να προσδιορίσω τον κατασκευαστή.
Σε κάποια, διακρίνω μια τηλεόραση
εικοσ’ τεσσάρων ωρών.
Σε άλλα μια σφαίρα δερμάτινη που αναπηδά
- μάλλον - σε τυχαίους συνδυασμούς.
Ένα κόμμα με υποσχέσεις χειροπέδες,
έναν Joker, ένα νόμισμα και… άλλα πολλά.
Και μερικά ελεύθερα πουλιά να σπαρταρούν
ανάμεσα στο αλλοπρόσαλλο πλήθος
των κλούβιων κλουβιών.
Το παράδοξο όμως είναι
πως όλοι σφίγγουν στο χέρι τους…
το κλειδί.
ΣΑΝ…
Τι ένταση !!
Τι πίεση ψυχής
ο πρώτος άνθρωπος
να δημιουργήσει το "σαν"…
Έκρηξη ολάκερη …
Αναδημιουργία του κόσμου
σε χώρο και χρόνο ανθρωπίνως πνευματικό.
… Και τότε … άρχισαν να ξεχύνονται
ποτάμια, καταρράχτες και ρυάκια,
καμουφλαρισμένα στο ολοζώντανο πράσινο.
… Και τότε … άρχισε να ξεχύνεται
πηχτή, πυρακτωμένη λάβα εικόνων και λόγων,
από ηφαίστεια
εκ πρώτης όψεως ανενεργά.
Μια παρομοίωση υπέρτατης ανάγκης.
Ένας κόσμος ολόκληρος
φορτισμένος με πνεύματα που
μόλις το 'σκασαν απ' το μπουκάλι.
Πότε βαρύς, που να πονούν αβάσταχτα
του Άτλαντα οι ώμοι και
πότε ανάλαφρος αγέρας, που
μεταφέρει προσευχές σε άλλους κόσμους.
Καράβι στοιχειωμένο σε άγνωστα πέλαγα…
Πότε βουτάει στα βαθιά,
πότε στ' ανοιχτά αρμενίζει
κι όλο στα σύννεφα πετάει.
…Χωρίς εσένα,
ο κόσμος δίχως παραμύθια
κι οι ποιητές, παιδιά ορφανά
δίχως παρηγοριά κι ερείπια.
Με το "σαν" και το "αν" πιστή σκιά του,
ο κόσμος θαρρώ πλάστηκε δυο… ή μάλλον…
αμέτρητες φορές
με το ίδιο ρευστό και άθικτο υλικό.
Κι έχω διαλέξει κόσμους…!!
Κι αν έχω διαλέξει…!!
Πότε απ' την κόλαση και
πότε απ' τον παράδεισο.
Όπως κι εσύ άλλωστε…
Όπως και όλοι μας θαρρώ.
Κάθε που δε μας πρέπει ο ένας,
σπέρνουμε τον άλλον.
Μερικούς, δεν θέλουμε καν να τους βλέπουμε!
Μερικούς, δε θέλουμε καν να τους αλλάξουμε!
Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβει το "σαν"
πίσω απ' την πόρτα σου.
… Τώρα όμως …
Έχεις την άνεση να ρίχνεις
λίγο "σαν" στο χιόνι και να λιώνει πίσσα.
… Να ρίχνεις λίγο "σαν" στο θάνατο
και να μαζεύονται λευκά περιστέρια
να τσιμπολογούν σταγόνες μνήμες.
… Να βάζεις λίγο "σαν" στον καφέ σου
και να τρυπάει η γλώσσα απ' το δηλητήριο.
… Λίγο … "σαν" στο κρασί και να πίνεις
ουράνιο τόξο, μεσούρανο.
Άντε λοιπόν !!
Με "σαν" να πεθαίνεις,
με "σαν" να γεννιέσαι.
Με το "σαν"… να υψώνεσαι.
ΙΔΕΑΤΟΝ
Μας αντλεί κι ανυψώνεται.
Ανυμνεί κι εξαντλείται.
Ιδού, ‘κείνη η επώδυνη στύψη
του αμίλητου ποταμού,
που κρατάει ζωντανό
των πνευμάτων το Δέλτα.
Ονείρων βιότοπος!
Ανθοφόρος πυράκανθος
στην ακμή των αχρείων.
Εκκόλαψη ιδεών
αλγεινής επώασης
ανάμεσα σε βράχο και αίμα
να μένει στα χέρια
πορώδης λίθος καθαρός
ο ναός των θαυμάτων.
Ελαφρόπετρα ασήκωτη!
Στους δαιδαλώδεις διαδρόμους
χημείες
-ενώσεις με το πνεύμα του Θεού-
για σκοπούς ιερούς
από τον έκπτωτο πηλό
ως την απόχη των αιώνων
του φωτός.
ΠΑΛΙ...
Πάλι…
τον ύπνο εχόρτασες νωρίς.
Ίσως γιατί… τόση είναι η ανάγκη σου πια.
Ίσως πάλι γιατί... τον φοβάσαι!
Τρεις με πέντε χαράματα.
Μνήμες, καρφιά από φίλντισι.
Οδύνη πικρή, πασπαλισμένη με λίγη ομίχλη
-άχνη της νιότης-
όση χρειάζεται μη σε σκοτώσει.
Μόλις χθες πάλι,
η ορμή του χρόνου
έσπασε άλλο ένα κλωνάρι
απ’ της γενιάς σου την κορμοστασιά.
Γενιά, που σημαδεύτηκε μ’ αγκάθια!
Γενιά, που μας σημάδεψε με ρόδα!
Κι αρχίζεις να ψάχνεις γι αντίδοτο…
Φωτογραφίες…
Χαραγματιές του παρελθόντος
στην αέρινη πλάκα της ψυχής σου.
Κι αυτό που την ανασκάφτει
με τρόπον ομαλό
προκαλώντας γλυκό πόνο και βαθύ,
μοιάζει θαρρείς με τσέλο πρωτάκουστο.
Να συνταιριάζεσαι μαζί του
καθώς καταδύεται ολοένα και πιο βαθιά
στα αδιόρατα ελάσσονα κύματά του.
Ναι!... Αυτό είναι που νιώθεις τώρα!
Την κοφτερή δοξαριά του χρόνου
στην πιο σπάνια αγγιγμένη χορδή σου.
Τώρα, σιωπή…
Μοιρολογείς και χαίρεσαι.
Ανέτειλες ελπίδα αέναη και λύτρωση.
Ψαλμός… Δέηση…
Εν τόπω χλοερώ… Εν τόπω ασωμάτων…
Μοναξιά κι ετοιμότητα…
Ανυμνείς κι αναμένεις…
ΤΟ ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟ ΝΕΡΟ
Ανυποψίαστο στη βρύση
τρέχει ακόμα το νερό!
Με την ίδια προθυμία
ως να του εδόθη μόλις πριν
το χρίσμα της ζωής.
Απορεί μόνο λιγάκι,
σάμπως να νιώθει αδύναμο
και… μάλλον κουρασμένο.
Μα είναι ακόμα ανυποψίαστο.
Μέχρι την τελευταία του ψυχή
πρόθυμα θα ξεδιψάει τη δική μας.
Όμως… τούτο το ον το ανώτερο,
συστατικό απ’ τη σύστασή του
καμώνεται… -για το Θεό!!-
ανυποψίαστο κι αυτό.
Γιατί τα μάτια επίτηδες έχει θολώσει
με το «τώρα»
το ακριβό και το ύπουλο.
Και δεν τηρά μερικούς παράλληλους πιο κάτω
όπου ανώφελα οργώνουνε ξερές ελπίδες.
Εκεί… όπου άθελά της στεγνώνει η ζωή
στα παντοδύναμα μάτια των παιδιών
και το νερό θρηνεί
ανυποψίαστο κι απαρηγόρητο
γιατί έχει πια… στερέψει!
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ…
Υπάρχουν άνθρωποι – μεστά αποστάγματα –
που ανηφορίζουν την άγουσα των αιώνων
στεφανωμένοι
με το πιο τρυφερό κλωνάρι της ψυχής τους.
Ψυχοβατούν ανάμεσά μας,
για χάρη μας.
Εμείς…
Πρέπει θαρρώ να μεριάσουμε
την ακριβή μεμβράνη της διάθλασης
που θολώνει τη ματιά μας.
Να ηλιοσκοπήσουμε τον κόσμο κατάματα,
ώσπου τ’ αλμυρό των ματιών μας κρύσταλλο
να μας πνίξει.
Τότε… θα δούμε καθαρά
κάτω απ’ την ψυχή τους
απλά κι αφιλτράριστα πρόσωπα!!
Να… σαν να πούμε…
Τον Φώτη, με τ’ ασημένιο αγιοστάσι του.
Τον Θεόφιλο, με τ’ ολοζώντανο κλαδί και
του λαού τ’ αθώα χρώματα.
Τον Χρόνη, με της ανάληψης τον ύμνο.
Τη Δόμνα, με το ιερό κι ανώνυμο τραγούδι.
Τον Παύλο, με το κερί που πονά.
Τον Οδυσσέα, με το γαλάζιο ηλιοπότηρο.
Τον Μίκη, με την ευοίωνη ωδή της ανάβασης.
Υπάρχουν άνθρωποι
στις ανθοφόρες φυλλωσιές του κόσμου
-ηλιοδειχτούμενοι ή φεγγαροπνιγμένοι-
που αλάνθαστα μιλούν
την ίδια γλώσσα της καρδιάς.
Με εικόνες, με ήχους και με λόγο
μεσ’ απ’ τα χίλια μονοπάτια της,
μάς οδηγούν
στον ίδιο τελικό προορισμό
των ευγενών αισθημάτων.
Ας ταξιδέψουμε εκεί!!
Υπάρχουν άνθρωποι, εδώ και πέρα,
σπαρμένοι στην απεραντοσύνη των αιώνων
ανάρια βότσαλα – λευκά –
που ξεχωρίζουν εύκολα
στο πλήθος της νύχτας.
Ας ταξιδέψουμε εκεί!!
Ας ανταμώσουμε… εκεί!!
ΕΠΙ ΥΔΑΤΩΝ ΤΑΡΑΓΜΕΝΩΝ
Όταν ορίστηκε του ερχομού σου η μέρα,
εσυνάχτηκαν οι μοίρες οι ανυφάντρες
στη βίβλο τη λευκή σου ολόγυρα,
το χρέος τους να πράξουν –όπως του καθενός –
το πεπρωμένο σου να υφάνουν.
Μέσα στις τόσες χάριτες
που αδιάκριτα αναδεύει η κληρωτίδα της ζωής,
εσένα σου έλαχαν ενδόψυχα δυο δώρα απόλυτα αντικρινά.
Ένα ατίθασο σπαθί στη θέα των ορίων
και στου ονείρου τη σκηνή, ένα βιολί ειρηνοπόλο,
ν’ αντιπαλεύουν άνισα στο ευερέθιστο πεδίο του αιώνα
για το καλό και το άδικο.
Τούτος ο γόνος,
ο ανήσυχα κοχλάζων απόηχος της δημιουργίας
κι ο λόγος ο απελέκητος που ανήξερα σ’ ανάθρεψε,
καθώς (συχνά) και τούτη η απρόσκλητη ανέχεια,
μαντέμι ταίριαξαν παράξενο – κλωνάρι μας –
με ακαθόριστες κρυσταλλικές προσμείξεις
του άνθρακα και της ψυχής,
τόσο σκληρό, μα τόσο εύθραυστο.
Κι ως αναμέναμε – πιστοί – να ιδούμε
αν το δοξάρι θα μετράς ή θ’ ακονίζεις το σπαθί,
εσύ, τα όρια εκτοπίζοντας δραπέτευσες,
της λευτεριάς σου κόβοντας τα ήρεμα σκοινιά.
Κι όλοι εμείς που απόμακρα ατενίζουμε τη σκοτεινή σου διαφυγή
χέρια ανοιχτά ανεμίζοντας – μαζί κι η Αθηνά –
καταγινόμαστε τούτο να ξεθάψουμε
το ευαίσθητο βιολί το απόρθητο
μεσ’ απ’ την άβυσσό σου, την ανθρωπινή.
Κι αναρωτιόμαστε πυκνά…
Μην τάχα αγγέλοι δεν ξαγρύπνησαν στον ύπνο σου τον ελαφρύ;
Μα… Τούτο να ξέρεις πρέπει μοναχά,
ότι μπορείς το ξίφος σου να σπάσεις το άσωτο
μια μέρα ιερή – όπου θα ταραχθούν τα ύδατα –
στην αλγεινή σου θέληση απάνω
που ανόθευτες αξίες θα θεριέψουν.
Έτσι κι αλλιώς για να πετάξει η χρυσαλλίδα
μία σταγόνα αίμα πρέπει ξοπίσω της ν’ αφήσει!!
ΑΘΩΑ ΕΠΑΦΗ
Ξεκινώντας μιαν αθώα επαφή
από ανάγκη να ξεκλειδώσουμε
τη θυρίδα της ψυχής μας,
ένα φιλί για κάθε μήνυμα εξαχνώθηκε
στις παρειές των αγγιγμάτων.
Φιλί – φιλί ερμηνέψαμε
ιονίζουσες επιθυμίες
φορτισμένες ερωτικά
απ’ τον ήλιο της απόστασης.
Μόλις ζυγώσαμε…
- δίχως αλεξικέραυνο -
η εκκένωση ήτανε σφοδρή.
Ποτέ δεν καταφέραμε να μείνουμε
σε μιαν αθώα επαφή!
ΓΕΝΕΣΙΣ
Είπε – την ώρα της γένεσης – ο ποιητής:
«Θα στραγγίξω το όνειρο!
Θα το στύψω, ως την τελευταία του σταγόνα.
Μες στο χυμό του, θα ιριδίζουν χρώματα ουράνιου τόξου
σα μια σταγόνα ήλιου χυμένη σ’ απομεσήμερου βροχή.
Και πότε με τα φτερά τού λόγου
και πότε με τα σπαθιά του, θα τ’ αναδεύω·
σε μια κίνηση να βρίσκονται αέναη
μην τύχει και ταγγίσουν.
Μιαν υπερούσια αρμονία λόγων και χρωμάτων
να ρέει, πότε ήσυχα και πότε ταραγμένα
μα πάντα σύγχρονα με τα φυσικά νερά του μέλλοντος χρόνου
μα πάντα αταίριαστα με τα γνωστά καλούπια του πίσω χρόνου.»
Τότε… ήρθες εσύ!!
Είπες πως είσαι ζωγράφος και… μου ‘δειξες την καρδιά σου!
Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία!!
Είχες ανάγκη να πιεις λόγου απόσταγμα.
Σου πρόσφερα…αγίασμα!!
Κι εσύ βρε αθεόφοβε, με μιαν ανάσα το ‘πιες!!
Και μέθυσαν μέσα σου με μιας
και ξεσηκώθηκαν και λευτερώθηκαν
τα πιο μερωμένα σου όνειρα,
οι πιο ατίθασοι άνεμοι κι οι πιο παρθένες φαντασίες σου.
Τότε… αφού έστρωσες τον κρύο μουσαμά με κόκκινο,
με πήρες απ’ το χέρι,
με πήγες και με ξάπλωσες σ’ αιμάτινο κρεβάτι.
Σε μιαν ανένταχτη παλέτα
όπου χίλιες λέξεις χόρευες – ανάμεικτες αισθήσεις –
αντινομούσες πνεύματα, ψηλάφιζες ρυθμούς
κι άνοιγες ρεύματα
που αβίαστα και δίκαια παράσερναν
τα πρόθυμα σώματα των κληρονόμων εραστών.
Κι ασθμαίνοντας επίτοκα ψιθύριζες:
«Λόγος και χρώμα· νεόρρυτα, ακίβδηλα, ανένδοτα
και λίγη μέθη ευδόκιμη
μη γεννηθούμε – φίλε μου – ξεπερασμένοι!»
ΕΝ ΑΡΧΗ…
«Εν αρχή ην ο Λόγος».
Κι ο Λόγος, ο άναρχος άρχων – ο άνευ κενού – εν αρχή πληρώθηκε.
Κι η ανούσια ύλη, – η θεογέννητη «άθεη» – εν αρχή υπόκειται.
Υπάκουα εναγόμενη…
ελίσσεται αέναα σε μυστικούς επίδοξους χορούς
ώσπου κατάκοπη και ιδρωμένη
αποζητά εναγωνίως την υπέρτατη αναγνώριση
αξιώνοντας το ζωογόνο φύσημα
από πνεύμα ύψιστο κι αγαθό
που φροντίζει στο τέλος να σβήσει τα θεοφόρα του ίχνη
απομένοντας άφθαρτος Λόγος – ανεξήγητος.
Εμείς λοιπόν…απαράμιλλα όντα της θείας φθοράς,
(ότι γη ει και εις γην απελεύση)
παραβλέποντας – σκόπιμα – την υπερούσια πράξη,
– πάντα –
μάταια θα ρεμβάζουμε, ματαίως θα ερευνούμε
φιλόσοφα ή φιλόπρακτα
ωσάν κάποιος να ‘χει κόψει την πρώτη μας σελίδα.
Κι έτσι… στόχος και σκοπός κι ενδιαφέρον ατέρμονο
θα κυριαρχούν το αδυσώπητο μέλλον μας,
ελπίζοντας πως κάπου φτάνουμε
ανακαλύπτοντας ολοένα και σκοτεινότερες λάμψεις
παραβιάζοντας οικτρά τη δεδομένη αρμονία των ορίων,
τη λύση θεωρώντας του Λόγου, αυτοσκοπό αναμάρτητο.
Και ιδού… – εμφαίνεται και πάλι εμπρός –
η εξ αρχής ολόγυμνη αποκάλυψη:
«Εν αρχή ην ο Λόγος»… κι εν αρχή πληρώθηκε.
Κι εν τέλει και νυν και αεί, πεπληρωμένος ο Λόγος,
Άξιος Εστί!!
ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ
Ανίχνευσε το σώμα του κρασιού!
Στο μέρος της καρδιάς, φυλάξου…
Αδέκαστοι οι μήνες λειτουργούν τα μεσημέρια.
Κι ο βασιλιάς ο Αύγουστος – αυτόπτης μάρτυρας –
με τον Έρωτα
τρυγώντας πανσέληνους και μεθυσμένες Κυριακές…
ξαφνιάστηκε!!
Σε είδε, την ώρα που μετάγγιζες κρυφά
το απέναντί σου βλέμμα.
ΘΑ ‘ΘΕΛΑ ΠΟΛΥ…
Θα ‘θελα πολύ…
απ’ τα σύννεφα πιο πάνω να σταθώ,
τον ήλιο κατάματα ν’ αδράξω,
να τυφλωθώ στο ιδεογόνο φως του,
να γεννηθούν – ξανά – τα αισθήματα τ’ αθώα.
Μα οι αλυσίδες που δένουν
τα φτερά μου με τη γη
αδιαπραγμάτευτα βαριές.
Δεν αξιώνω δίχως ενοχές
και τύψεις να πετάξω.
Θα ‘θελα πολύ...
να υμνήσω την αλαζόνα πεταλούδα
σ’ όλα τα συνετά της στάδια.
Μα η θέση του ψάλτη μένει άδεια
και όνειρα φθαρμένα βελάζουν πονηρά.
«Σαν θες ν’ απολαμβάνεις αιθέριες πεταλούδες
τις αδηφάγες κάμπιες πρώτα
πρέπει ν’ ανεχτείς».
Θα ‘θελα πολύ…
να κελαηδήσω μ’ όλα τ’ ανύποπτα πουλιά
στους γάμους των περιστεριών.
Μα οι φωνές των αστεριών
έχουν ακρόχρονα σωπάσει
καθώς οδύνες αναδεύονται
σε λαμπερά ανοξείδωτα μυαλά
αναζητώντας χαντάκι παρακατιανό
να εκβράσουν άψητα
τα μέλλοντα παράγωγά τους.
Πολύ θα το ‘θελα αλήθεια
μιαν άνοιξη εργατική
να κελαρύσω στου ποταμού τη ρότα.
Μα κάποιος τη ροή του ιδρώτα
εκουσίως έχει αλλάξει και…
στην άβυσσο την οδηγεί.
Θα ‘θελα ακόμη – να πάρει ευχή – πολύ…
τον έρωτα ν’ αγγίξω στα πλευρά
των γόνιμων τεμπών του.
Μα πάνω που το τόλμησα
οι σκέψεις μου Ερινύες, πρόφτασαν
κι αυθαίρετα τις θέσεις μου αναίρεσαν
στον πύργο των πνευμάτων.
Τα στολίδια μου – γι’ αυτό –
δεν έχουν τόπο να σταθούν.
Τα κοίμισα ανενεργά
στη φάτνη των ονείρων.
Κι ίσως… κάποτε βρεθεί
κάποιο ανέμελο κεντρί
ανώριμα να τα ξυπνήσει.
Τώρα… μονάχα εφιάλτες
ασκόπως – τάχα – τριγυρνούν
κι αναμοχλεύουν και θρηνούν
με θράσος περισσό
την περιούσια δομή
των εγερμένων παγετώνων.
ΔΕΝΤΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ
Έτυχε να είστε μπροστά μου
την ώρα αυτή.
Η όψη σας κέντησε την προσευχή μου.
Τον ουρανό θέλησα να δω μεσ’ απ’ τα σύννεφα,
μα… τον ραγίσατε με τα γυμνά κλαριά σας
σαν ιστός πλεγμένος από αράχνη ακατάστατη.
(Άραγε η τέχνη του ζωγράφου είναι από σας παρμένη;)
Ακατάστατη μεν, προνοητική δε.
Αφού μερίμνησε να υφάνει τις άκρες σας
εγκυμονούσες κι απόρθητες
κρύβοντας μέσα τους – έναν ολάκερο χειμώνα –
το γόνο της ζωής.
Δέντρα του Μαρτιού!!
Θα προσεύχομαι μέρα τη μέρα,
τη νέα σας ανάσταση.
… ΣΤΟ ΡΕΜΑ
Ίσως… δυο οργιές απόγνωσης
μας χωρίζουν απ’ την απώτατη συνέχεια.
Εδώ που φτάσαμε,
θέλουμε δε θέλουμε θα γυρίσουμε…
πίσω στο ρέμα… Στο ρέμα…
γιατί ο γκρεμός, είναι άγνωστος ακόμη.
Ίσως… τον προτιμήσουμε στο μέλλον, αν
το ρέμα δεν μας σώσει εν τέλει.
Οι κανόνες και τα όρια και τα πρέπει
θα βασιλέψουν και πάλι.
Οι συντεταγμένες δεν αστοχούν ποτέ.
Ποιος είπε ότι λευτερωθήκαμε
στην κορυφή της Βαβέλ;
ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ
Αν πατήσω τούτο το πλήκτρο, άραγε τι θα συμβεί;
Συνήθως – σχεδόν πάντα – τα πλήκτρα ενεργούν,
λειτουργούν, δημιουργούν συνέπειες τραγικές ή αγαλλίασης.
Μα τα πλήκτρα – συχνά – τα ονομάζουμε διακόπτες.
Διακόπτουν! Άρα κόβουν, άρα σταματούν, άρα σκοτώνουν!
Τι λάθος όνομα Θεέ μου!!
Αν το ‘χα σκεφτεί έτσι, δεν θα ετόλμαγα ποτέ
κανένα πλήκτρο να πατήσω, κανένα διακόπτη να αγγίξω.
Μα εγώ, πώς τον ορίζω αλλιώτικα, σαν κάτι που ενώνει,
κάτι που μόνο συνεχίζει, κάτι που μόνον αγκαλιάζει, αγγίζει, ζωντανεύει.
Τι λάθος όνομα Θεέ μου!… Διακόπτης!!!
Μα ναι! Στο πρώτο πάτημα, εγένετο φως, κίνηση, έργο, ζωή!
Ένωση!… Επαφή!…
Να, μια ματιά που ενώνει, - μην κλείσεις τα μάτια σου!
Να, μία λέξη που ανασαίνει, - μην κλείσεις το στόμα σου!
Να, μια πυρκαγιά που κατακαίει… Συνέχισε…
Ο διακόπτης δε λειτουργεί… Συνέχισε… Κάψε με…
Ο διακόπτης δεν κόβει πια, δε σκοτώνει, δεν επιστρέφει!
Ένωση!… Επαφή!… Μη θορυβείτε, μη θορυβείστε!
Μην καλείτε, μη φρονείτε!
Μην επιστρέψετε, μην επιτρέψετε!
Άδικο όνομα!… Άδικο νόημα!…
Ενωθείτε… Συνεχίστε… Μη χωρίζετε…
Τούτο το βραχυκύκλωμα, μας ενώνει ορμητικά,
ανυπάκουα, ανεξέλεγκτα.
Χαίρε η βλάβη η παντοτινή!!
Σε βάφτισα: Ενωτικός – Ενωτικό – Ενωτική.
ΠΕΝΤΕ ΠΛΗΝ ΜΙΑ, ΙΣΟΝ ΧΙΛΙΕΣ
Γεννήθηκα σε όνειρο που δε φεγγοβολά.
Κι όταν ξυπνώ, η νύχτα απομένει.
Μα οι βουλές οι θεϊκές, αφήστε με να το γευτώ
στις άκρες των δακτύλων
τις ώρες του άγνωστου μεσημεριού.
Να το λειάνω – αγόγγυστα – καταμεσής στην εύκρατη έρημο
της μοναξιάς μου με την τραχιά της άμμο,
όταν ο έρωτας θα τακτοποιεί τις τύψεις του τη μεγάλη μέρα.
Να οσμιστώ την αγάπη, να νιώσω πούθε έρχεται.
Τη ζωή μου να ορθοδομήσω στα επώδυνα χείλη των καιρών
που θα ‘ναι για μένα – μετά από ατέλειωτες προσευχές.
Κι αναπαμένος ν’ ακούσω στο πλήρωμα του χρόνου
τη ζεστασιά των κυμάτων του.
Αναπτερώθηκα, προσηλωμένος στο απόλυτο κουαρτέτο
των αισθήσεων που μου ‘χουν απομείνει
δίχως ουράνια σώματα να μου ορίζουν το σύμπαν.
Πέντε οι θύρες του σύμπαντος κόσμου πλην μία κλειστή
- η σπουδαιότερη ίσως -
κι αντάλλαγμα ρητό, τα ζωντανά παράθυρα ψυχής απέραντης,
πέρα κι από το σύμπαν.
Πώς να σε φανταστώ!!
Όλο το φως του κόσμου χαμογελάει ένοχα
μπρος στους τρομερούς καθρέφτες της αλήθειας.
Να ρίξω επιθυμώ τους προβολείς της ψυχής μου
πάνω στη δική σου
γιατί έτσι μονάχα μπορώ να σε διακρίνω.
Κι όλα τ’ άλλα, μου είναι σχεδόν περιττά
γιατί το χρώμα των μαλλιών σου θα ‘ναι τ’ ωραιότερο.
Το χρώμα των ματιών σου – σαν και το δικό μου – το ακριβότερο.
Δε θα το μάθει κανείς!
Ούτε ο ήλιος, ούτε το φεγγάρι και τ’ άστρα.
Κανείς!
Γιατί τα μάτια σου, τα μάτια μου, απόθεσαν το βλέμμα τους
στην άμετρη κοιλάδα της καρτεροσύνης
κι απολυτρώθηκαν
αφήνοντας τιμή ανεκτίμητη
την αυθεντία του φωτός.
Και καθώς το αφόρητο δέος επιβουλεύεται
τη λευτεριά του οίκτου
βιάζομαι να ομολογήσω τον ορυκτό μου ειρμό:
«Όλο το φως του κόσμου ανυπεράσπιστο
μπρος στις τεθλασμένες ψυχές των υπερτάτων ορίων».
Γιατί έτσι κι αλλιώς είμαι κι εγώ τυφλός
σαν τον έρωτα! Σαν το φώς!!
Είμαι ο έρωτας… τυφλός… απλήρωτος!...
Είμαι τυφλός από έρωτα κι απ’ το δικό σου
φως!
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ (1)
Καθώς επαργύρωνε έντεχνα
τις μαυρισμένες από ατέλειωτη υπομονή λέξεις του,
άλλες βυθισμένες στη χολή και άλλες στο μέλι·
ο πιο σεμνός – μα ένθερμος – λειτουργός του λόγου,
επέτρεψε στον εαυτό του
μιαν ακόμη απέλπιδα δοκιμασία – αναπότρεπτη.
(Τούτη η φωτιά, όσο κι αν θυμώνουν οι καιροί, δε λέει να σβήσει.)
Κι ύστερα… Συνεπαρμένος από το νάρκισσο πειρασμό,
αναγνωρίζει για πολλοστή φορά τον εαυτό του
στον ανυπόληπτο καθρέφτη της μέθης.
Μα, σύντομα αφυπνίζεται στον πρόναο των ανιόντων ιδεών…
κι αποτιμά:
Μονάχη του έγνοια και παρηγοριά, να επαληθεύει όνειρα
σε δύσβατους πόθους, λαξεμένα κατάσαρκα στη ζέση του λόγου.
Άραγε θα βρεθεί κάποιος να τα ερμηνέψει;
Κι αν ναι, θα τα τιμήσει ανάλογα,
έτσι κατά πώς τα πρέπει,
καθώς τον κόπο και το μόχθο που έβαλε
για κάθε μια σταγόνα ασημιού που έλιωνε
πάνω απ’ τις θαμπές σφυρήλατες λέξεις·
που ξεφύσαγε, ίδιο φυσερό καμινιού
να κρατά τη φωτιά δραστική
μην τύχη και κρυώσει η καρδιά τους;
Ίσως… λίγη θέρμη να ‘χει απομείνει ακόμη
ως εκείνη την ύστερνη στιγμή
που θα μ’ αγγίξεις
στο μέτωπο.
Τότε κι εγώ, θα σου δείξω την τέχνη μου.
Πώς – δηλαδή – ν’ αντέχεις τη μεταθάνατον σιγή.
Γιατί… είναι αγγέλου φύτρα ο ποιητής.
Κι όταν πεθαίνει, ξαναζεί… και
με θωριά αγγέλου στις έγνοιες μας
πλανιέται!
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΚΟΡΗ
Σαν εγεννήθη από παλιά
- σε κούνια ελληνική τα πρώτα κλάματά της -
πολύ την επροσέχαν όλοι,
από κινδύνους πάμπολλους να την εσώσουν
καθώς πολλοί επαραμόνευαν
που χάσαν αναπάντεχα
το κέρας της Αμάλθειας, το ένοχο.
Ολοχρονίς μεγάλωνε, πανώρια κοπελιά!
Την καμαρώναν όλοι μα…
δε συμφωνούσανε ποτέ πώς την εθέλανε ντυμένη.
Συχνά ετσακωνόντουσαν για την καλύτερη θωριά της,
γιατί γονείς δεν τη σαρκώσανε, να ‘χουν τον πρώτο λόγο,
καθώς με βάσανα πολλά γεννήθηκε απ’ του λαού τα σπλάχνα.
Κάποιοι την ήθελαν ξανθή, μελαχρινή τη θέλαν άλλοι, ή καστανή ή…
κατάλευκη κοκκινομάλλα.
Κάποιοι την έντυναν βαριά μην τύχει – λέει – κι αρρωστήσει
κι άλλοι τα κάλλη της εθαύμαζαν μ’ ανάλαφρα μεταξωτά.
Άλλοι τη θέλαν αυστηρή και με χαμόγελα άλλοι.
Κάποιοι κατά καιρούς την αλυσόδεναν και την εκλείνανε
σε σκουριασμένα χρόνια
κι άλλοι θυσία γίνονταν για να την αναστήσουν.
Ταλαίπωρή μας κοπελιά…
Πώς στην ευχή να σε χαρούμε;
Σε σένανε ξεσπούμε
σα δε μας φτάνει η ανθρωπιά!
Χιλιάδες χρόνια τώρα πια, θαρρώ,
ωρίμασε η κοπελιά μας.
Με δοκιμές επώδυνες και πρόβες – που της εκάμαμε όλοι –
θαρρώ ωριμάσαμε κι εμείς και ξέρουμε
τι της ελλείπει πια… απ’ τα πολλά ιμάτιά της.
Είναι το φόρεμα ‘κείνο το λευκό
που όλοι το γνωρίζουμε κι όλοι το μελετούμε
μα… να της το χαρίσουμε
δύσκολα το μπορούμε!
Μα αν κάποτε τολμήσουμε και της το χαλαλίσουμε,
τότε είναι σίγουρο…
θα λάμψει η κοπελιά μας πιότερο από ποτέ
μ’ απλότητα και χάρη!
«Εντιμότητα» το λένε…
Κι είναι ακριβό πλεγμένο όνειρο, μ’ όλες εκείνες τις αξιές
που άνθρωποι μεγάλοι και θεοί,
μας έχουνε ηλιοβαφτίσει.
Και μ’ όλα εκείνα τα δεινά και τα χαρμόσυν’ άλλα,
σε τούτο εσυμφωνήσαν όλοι…
Δημοκρατία πάντα να τη λεν
και… με το νάμα του λαού,
για πάντα νια να μένει, κόρη!
ΣΠΟΡΟΦΥΤΟ ΤΥΧΑΙΟ
Δε σε λογάριασε κανείς
σπορόφυτο τυχαίο
αν είσαι πλάτανος ή κυπαρίσσι.
Σε κόβουν κάθε άνοιξη
Καλοκαιριού, ανεμελιάς απόβραδο,
πλάι στου Αιγαίου τα πολύγνωρα ακρογιάλια,
τους αποστόλους σου αντάμωσα που εξαπέστειλες
μ' αιθέριους ήχους να κηρύττουν.
Κι ένα ταξίδι μού 'λαχε αναπάντεχο κι ονειρεμένο,
την εποχή που λιάζεται νηφάλια
στης Αμοργού τα βράχια ο Ποσειδώνας.
Έτσι, στα γρήγορα (δίχως να το καλοσκεφτώ)
μάζεψα ό,τι πολύτιμο απόμεινε
στην πιο τρυφερή γωνιά του νου μου
και πήδηξα αυτόκλητα
στην ξεχασμένη, πολύπαθη σχεδία του Οδυσσέα.
Κι ευθύς, ρεύματα παράξενα πνευμάτων με παρέσυραν
που μ' έβγαλαν γοργά απ' τα κλειστά ιερά της Μεσογείου
σ' άλλες απίστευτες κι απάτητες
απ' του μυαλού μου τα φτερά ακτές
όπου αλλιώτικοι θεοί ορίζανε τις ίδιες ανθρώπινες ανάγκες
στ' απέναντι ανοιχτά της Υδρογείου.
Το μπόλι που μου φύτεψες καλοκαιριάτικα…
έπιασε!!
Κι αχνούς βλασταίνει καρπούς
με εικόνες και ήχους και οσμές
- περίτεχνα πλεγμένες -
απ' τ' αρχαίο σου κελάρι.
Η αντίδραση μου... Εκροή κεχριμπαριού
από ζωοδόχο πληγή!
Θύελλα συναισθημάτων που κορυφώνονται
σε μια νηνεμία ακατάληπτη
στο μάτι του κυκλώνα.
Και να 'μαι τώρα εδώ!
Το ταξίδι κοπιαστικό
μα συναρπαστικό θα έλεγα
με τα κουπιά της φαντασίας μου
να λάμνουν αδιάκοπα
έχοντας στο βάθος του χρόνου
κίνητρο ισχυρό κι απόκρυφο
τον αγιασμό των αρχαίων θεών σου.
Και είμαι τώρα εδώ!
Καλωσόρισέ με
Είμαι βέβαιος για τη μεγαλοσύνη σου
κι είμαι βέβαιος για τις προθέσεις μου.
Δεν ήρθα τυχοδιώκτης άποικος
της χρυσοφόρας γης σου.
Ούτε ισχυρός κατακτητής
με κεραυνούς αγνώστους φορτωμένος.
Μονάχα αυτόν ν' αποκαλύψεις μπρος μου σου ζητώ…
Τον μυστικό σου αιώνιο θησαυρό στ' ανάκτορα
και στις μυστήριες γραμμές των Άνδεων!
Κι αφού συγκρίνω κυκλώπεια λιθάρια
και ραγισμένους αμφορείς
πασχίζοντας να σπάσω κωδικούς -ίσως-
μακρινών συγγενικών δεσμών,
να εφελκυστώ ανάμεσα στις συνυπάρχουσες δυνάμεις
του χθες και του σήμερα
που ακόμα βασιλεύουν κρυμμένες
άλλες στις άβατες παρθένες κηλίδες του κορμιού σου
κι άλλες στο χρηστικό ψηφιακό μοντέλο
νεοφανών πολιτισμών.
Θέλω να ξαποστάσω στις ρίζες τις βαθιές σου,
αιχμαλωτίζοντας χώρο και χρόνο.
Να γίνω θεατής επίσημος
της υπέρτατης στιγμής του κόσμου,
τότε, που αναποφάσιστη η δημιουργία
παραπατώντας ανάμεσα σε στεριά και θάλασσα
τον ήχο εναρμόνιζε χωριστά για κάθε τόπο.
Σε σένα, πρόσφερε απλόχερα
έναν ευαίσθητο πλανόδιον αυλό…
και μια σοφή κιθάρα.
Ήχοι αέρινοι, σαν τις ανάσες του ανέμου
που χαϊδεύουν αδιάκοπα τα στόματα
ανεξερεύνητων σπηλαίων.
Κι έτσι, άνεμος και παλμός γινήκανε ένα.
Κι ευθύς στο λιβάδι τ' ουρανού
φανήκανε αχνά τα πρώτα κοπάδια λευκά σύννεφα
όπου συχνά-πυκνά, φανερώνουν ανάμεσά τους
στο ψηλότερο θεωρείο των Άνδεων,
τον έρωτα -ίδιο παντού και πάντα-
ανέμελο διεκδικητή
που σαϊτιές να εκτοξεύει δεν προκάνει
αναστατώνοντας γλυκά, γη και ουρανό.
Θέλω να σ' αγγίξω!
Να ψηλαφίσω το πνεύμα σου το μελαψό.
Να μοιάσω στο χαμόγελό σου.
Να νιώσω την όμορφη απλοϊκή ψυχή σου, τη ζεστή.
Γιατί …ξεσήκωσες τη δική μου
κι αφού την κέρδισες αμετάκλητα,
βαφτισμένος οπαδός σου πια – σ' ακολούθησα !
Διαφορές και αποστάσεις ιδεών δε με πτοούν
αντίθετα με συνεπαίρνουν.
Και πριν καλά καλά χαράξει εμπρός μου η αποθέωση
καθώς άρχισα ν' ανηφορίζω ανυπόμονα
της γης σου την όψη την πολύμορφη
- απουσία της φθοροποιού εξοικείωσης -
με τη θαυμαστή εικόνα της παρθένας ματιάς,
απαντώ στο δρόμο μου
τα πρώτα γνήσια παιδιά σου.
Δεκατετράχρονα αγόρια και κορίτσια
- αυτοφυή μελαψά χαμόγελα -
με ρυθμό στο λόγο και το βλέμμα τους.
Αυτό το βλέμμα… έτοιμο ν' αδράξει
τον ήλιο της κάθε μέρας
απ' τη ματωμένη άβυσσο και να τον ντύσει
με τα εθνικά γιορτινά του άμφια…
κι ύστερα να τον απιθώσει - ελπίδα αυτονόητη -
στα δυο απόλυτα ζυγισμένα φτερά
του ιερού σου κόνδορα
και να τον ανατείλει.
Ώσπου… στο ίδιο πάλι βλέμμα των παιδιών σου
με το νυχτερινό απύθμενο ουρανό
στη σκοτεινή ίριδα τους,
να καθρεφτιστούν ολόχρυσα
τα εφτά αστέρια του Ωρίωνα
καθώς οργανώνουν στο πανηγύρι της ζωής
μυστήριο λατρευτικό συμπόσιο
Ιαγουάρων θεών και γελαστών ανθρώπων.
Ερμηνεία αναπόφευκτη
στο απόσταγμα του πιο παράτολμου ονείρου
που ισορροπεί θαυμάσια
στην αειφόρο κόψη του ουρανού και της γης.
Ανεβασμένος πια στου λογισμού
το άρμα το εξώτερο,
η σκέψη μου ανάκατη
σε δυσαπάντητα ερωτήματα βουλιάζει
για το πνεύμα που χάθηκε
και για το αίμα των αθώων
που - τι κρίμα - οι Βαλκυρίες
δεν πρόλαβαν να φανερώσουν.
Ίσως, γιατί παντού και πάντοτε
ένας Άβελ να υπάρχει πρέπει
που θα πληρώνει αμετάκλητα
της πλεονεξίας το μέγα τίμημα.
Τώρα πια…
κρυσταλλωμένος αντάξια
στο αυθόρμητο πολυεδρικό σύστημα των αισθημάτων,
είμ’ έτοιμος θαρρώ να διαλυθώ
- συστατικό ανεξιχνίαστο -
στο νάμα των πηγών σου.
Να διαχυθώ στους καταρράχτες των αιώνων σου.
Να εξατμιστώ - με αφορμή κι αιτία -
στης μύησης την πύρα
- όπου ασυναίσθητα ή… κι από συνήθεια,
χαράζω το Σταυρό μου -
κι απ' την ανάσα σου,… εξαγνισμένος πια
να μπω,
στον κύκλο
της ζωής σου.
ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ
Στάθηκα …
Μια σκέψη με καθήλωσε
στην όχθη του κυριακάτικου, κεντρικού ποταμού
της πόλης μου.
Ήσυχος - πεζός – γεμάτος - με δυνατά
και κάποτε σκοτεινά ρεύματα
που ανεβοκατεβαίνουν.
Είπα να καθίσω πλάι σ' άλλες σκέψεις
δίχως να συστηθώ (αυτές έχουν το δικό τους
φανερό ή κρυφό ταξίδι).
Γιατί… μη δώσω στόχο στα ρεύματα,
τι είναι επικίνδυνα τα σχολιανά τους.
Σε ρουφούν αδιάκριτα και σε βυθίζουν
και σε πνίγουν στο άδικο.
Έλεγα λοιπόν… Η σκέψη…
Δεν υπάρχει πιο ελεύθερο,
πιο ανεξάρτητο ον.
Αν τη ζωγράφιζα, θα της έδινα μορφή πουλιού
- που πετάει -
όχι σαν τις όρνιθες που πλάνταξαν στο φαΐ.
Θλίβομαι μόνο - αφάνταστα – που γέμισε
ο τόπος κλουβιά.
Κλουβιά για όλα τα πουλιά.
Διαφόρων μεγεθών και ειδών.
Τόσοι ειδήμονες στον τομέα αυτόν !!!
Πού βρέθηκαν; Πού σπούδασαν;
Τόσοι !, που έχουμε καταντήσει να κυκλοφορούμε
μ' ένα κλουβί στο κεφάλι μας – κλειδωμένο –
(εκτός ολίγων)
και μια κιβωτό στην πλάτη
μ' εντολές που παραβιάσαμε κατ' επανάληψη.
Παρακολουθώ λοιπόν τα ρεύματα
με τα κλουβιά τους
και με τη μια παλάμη τους σφιγμένη.
Συγκρούονται καθώς δεν ελέγχουν τον όγκο τους.
Τα πουλιά ταράζονται, μα το' χουν πάρει απόφαση.
Προσπαθώ να διακρίνω και το έμβλημά τους.
Να προσδιορίσω τον κατασκευαστή.
Σε κάποια, διακρίνω μια τηλεόραση
εικοσ’ τεσσάρων ωρών.
Σε άλλα μια σφαίρα δερμάτινη που αναπηδά
- μάλλον - σε τυχαίους συνδυασμούς.
Ένα κόμμα με υποσχέσεις χειροπέδες,
έναν Joker, ένα νόμισμα και… άλλα πολλά.
Και μερικά ελεύθερα πουλιά να σπαρταρούν
ανάμεσα στο αλλοπρόσαλλο πλήθος
των κλούβιων κλουβιών.
Το παράδοξο όμως είναι
πως όλοι σφίγγουν στο χέρι τους…
το κλειδί.
ΣΑΝ…
Τι ένταση !!
Τι πίεση ψυχής
ο πρώτος άνθρωπος
να δημιουργήσει το "σαν"…
Έκρηξη ολάκερη …
Αναδημιουργία του κόσμου
σε χώρο και χρόνο ανθρωπίνως πνευματικό.
… Και τότε … άρχισαν να ξεχύνονται
ποτάμια, καταρράχτες και ρυάκια,
καμουφλαρισμένα στο ολοζώντανο πράσινο.
… Και τότε … άρχισε να ξεχύνεται
πηχτή, πυρακτωμένη λάβα εικόνων και λόγων,
από ηφαίστεια
εκ πρώτης όψεως ανενεργά.
Μια παρομοίωση υπέρτατης ανάγκης.
Ένας κόσμος ολόκληρος
φορτισμένος με πνεύματα που
μόλις το 'σκασαν απ' το μπουκάλι.
Πότε βαρύς, που να πονούν αβάσταχτα
του Άτλαντα οι ώμοι και
πότε ανάλαφρος αγέρας, που
μεταφέρει προσευχές σε άλλους κόσμους.
Καράβι στοιχειωμένο σε άγνωστα πέλαγα…
Πότε βουτάει στα βαθιά,
πότε στ' ανοιχτά αρμενίζει
κι όλο στα σύννεφα πετάει.
…Χωρίς εσένα,
ο κόσμος δίχως παραμύθια
κι οι ποιητές, παιδιά ορφανά
δίχως παρηγοριά κι ερείπια.
Με το "σαν" και το "αν" πιστή σκιά του,
ο κόσμος θαρρώ πλάστηκε δυο… ή μάλλον…
αμέτρητες φορές
με το ίδιο ρευστό και άθικτο υλικό.
Κι έχω διαλέξει κόσμους…!!
Κι αν έχω διαλέξει…!!
Πότε απ' την κόλαση και
πότε απ' τον παράδεισο.
Όπως κι εσύ άλλωστε…
Όπως και όλοι μας θαρρώ.
Κάθε που δε μας πρέπει ο ένας,
σπέρνουμε τον άλλον.
Μερικούς, δεν θέλουμε καν να τους βλέπουμε!
Μερικούς, δε θέλουμε καν να τους αλλάξουμε!
Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κρύβει το "σαν"
πίσω απ' την πόρτα σου.
… Τώρα όμως …
Έχεις την άνεση να ρίχνεις
λίγο "σαν" στο χιόνι και να λιώνει πίσσα.
… Να ρίχνεις λίγο "σαν" στο θάνατο
και να μαζεύονται λευκά περιστέρια
να τσιμπολογούν σταγόνες μνήμες.
… Να βάζεις λίγο "σαν" στον καφέ σου
και να τρυπάει η γλώσσα απ' το δηλητήριο.
… Λίγο … "σαν" στο κρασί και να πίνεις
ουράνιο τόξο, μεσούρανο.
Άντε λοιπόν !!
Με "σαν" να πεθαίνεις,
με "σαν" να γεννιέσαι.
Με το "σαν"… να υψώνεσαι.
ΙΔΕΑΤΟΝ
Μας αντλεί κι ανυψώνεται.
Ανυμνεί κι εξαντλείται.
Ιδού, ‘κείνη η επώδυνη στύψη
του αμίλητου ποταμού,
που κρατάει ζωντανό
των πνευμάτων το Δέλτα.
Ονείρων βιότοπος!
Ανθοφόρος πυράκανθος
στην ακμή των αχρείων.
Εκκόλαψη ιδεών
αλγεινής επώασης
ανάμεσα σε βράχο και αίμα
να μένει στα χέρια
πορώδης λίθος καθαρός
ο ναός των θαυμάτων.
Ελαφρόπετρα ασήκωτη!
Στους δαιδαλώδεις διαδρόμους
χημείες
-ενώσεις με το πνεύμα του Θεού-
για σκοπούς ιερούς
από τον έκπτωτο πηλό
ως την απόχη των αιώνων
του φωτός.
ΠΑΛΙ...
Πάλι…
τον ύπνο εχόρτασες νωρίς.
Ίσως γιατί… τόση είναι η ανάγκη σου πια.
Ίσως πάλι γιατί... τον φοβάσαι!
Τρεις με πέντε χαράματα.
Μνήμες, καρφιά από φίλντισι.
Οδύνη πικρή, πασπαλισμένη με λίγη ομίχλη
-άχνη της νιότης-
όση χρειάζεται μη σε σκοτώσει.
Μόλις χθες πάλι,
η ορμή του χρόνου
έσπασε άλλο ένα κλωνάρι
απ’ της γενιάς σου την κορμοστασιά.
Γενιά, που σημαδεύτηκε μ’ αγκάθια!
Γενιά, που μας σημάδεψε με ρόδα!
Κι αρχίζεις να ψάχνεις γι αντίδοτο…
Φωτογραφίες…
Χαραγματιές του παρελθόντος
στην αέρινη πλάκα της ψυχής σου.
Κι αυτό που την ανασκάφτει
με τρόπον ομαλό
προκαλώντας γλυκό πόνο και βαθύ,
μοιάζει θαρρείς με τσέλο πρωτάκουστο.
Να συνταιριάζεσαι μαζί του
καθώς καταδύεται ολοένα και πιο βαθιά
στα αδιόρατα ελάσσονα κύματά του.
Ναι!... Αυτό είναι που νιώθεις τώρα!
Την κοφτερή δοξαριά του χρόνου
στην πιο σπάνια αγγιγμένη χορδή σου.
Τώρα, σιωπή…
Μοιρολογείς και χαίρεσαι.
Ανέτειλες ελπίδα αέναη και λύτρωση.
Ψαλμός… Δέηση…
Εν τόπω χλοερώ… Εν τόπω ασωμάτων…
Μοναξιά κι ετοιμότητα…
Ανυμνείς κι αναμένεις…
ΤΟ ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟ ΝΕΡΟ
Ανυποψίαστο στη βρύση
τρέχει ακόμα το νερό!
Με την ίδια προθυμία
ως να του εδόθη μόλις πριν
το χρίσμα της ζωής.
Απορεί μόνο λιγάκι,
σάμπως να νιώθει αδύναμο
και… μάλλον κουρασμένο.
Μα είναι ακόμα ανυποψίαστο.
Μέχρι την τελευταία του ψυχή
πρόθυμα θα ξεδιψάει τη δική μας.
Όμως… τούτο το ον το ανώτερο,
συστατικό απ’ τη σύστασή του
καμώνεται… -για το Θεό!!-
ανυποψίαστο κι αυτό.
Γιατί τα μάτια επίτηδες έχει θολώσει
με το «τώρα»
το ακριβό και το ύπουλο.
Και δεν τηρά μερικούς παράλληλους πιο κάτω
όπου ανώφελα οργώνουνε ξερές ελπίδες.
Εκεί… όπου άθελά της στεγνώνει η ζωή
στα παντοδύναμα μάτια των παιδιών
και το νερό θρηνεί
ανυποψίαστο κι απαρηγόρητο
γιατί έχει πια… στερέψει!
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ…
Υπάρχουν άνθρωποι – μεστά αποστάγματα –
που ανηφορίζουν την άγουσα των αιώνων
στεφανωμένοι
με το πιο τρυφερό κλωνάρι της ψυχής τους.
Ψυχοβατούν ανάμεσά μας,
για χάρη μας.
Εμείς…
Πρέπει θαρρώ να μεριάσουμε
την ακριβή μεμβράνη της διάθλασης
που θολώνει τη ματιά μας.
Να ηλιοσκοπήσουμε τον κόσμο κατάματα,
ώσπου τ’ αλμυρό των ματιών μας κρύσταλλο
να μας πνίξει.
Τότε… θα δούμε καθαρά
κάτω απ’ την ψυχή τους
απλά κι αφιλτράριστα πρόσωπα!!
Να… σαν να πούμε…
Τον Φώτη, με τ’ ασημένιο αγιοστάσι του.
Τον Θεόφιλο, με τ’ ολοζώντανο κλαδί και
του λαού τ’ αθώα χρώματα.
Τον Χρόνη, με της ανάληψης τον ύμνο.
Τη Δόμνα, με το ιερό κι ανώνυμο τραγούδι.
Τον Παύλο, με το κερί που πονά.
Τον Οδυσσέα, με το γαλάζιο ηλιοπότηρο.
Τον Μίκη, με την ευοίωνη ωδή της ανάβασης.
Υπάρχουν άνθρωποι
στις ανθοφόρες φυλλωσιές του κόσμου
-ηλιοδειχτούμενοι ή φεγγαροπνιγμένοι-
που αλάνθαστα μιλούν
την ίδια γλώσσα της καρδιάς.
Με εικόνες, με ήχους και με λόγο
μεσ’ απ’ τα χίλια μονοπάτια της,
μάς οδηγούν
στον ίδιο τελικό προορισμό
των ευγενών αισθημάτων.
Ας ταξιδέψουμε εκεί!!
Υπάρχουν άνθρωποι, εδώ και πέρα,
σπαρμένοι στην απεραντοσύνη των αιώνων
ανάρια βότσαλα – λευκά –
που ξεχωρίζουν εύκολα
στο πλήθος της νύχτας.
Ας ταξιδέψουμε εκεί!!
Ας ανταμώσουμε… εκεί!!
ΕΠΙ ΥΔΑΤΩΝ ΤΑΡΑΓΜΕΝΩΝ
Όταν ορίστηκε του ερχομού σου η μέρα,
εσυνάχτηκαν οι μοίρες οι ανυφάντρες
στη βίβλο τη λευκή σου ολόγυρα,
το χρέος τους να πράξουν –όπως του καθενός –
το πεπρωμένο σου να υφάνουν.
Μέσα στις τόσες χάριτες
που αδιάκριτα αναδεύει η κληρωτίδα της ζωής,
εσένα σου έλαχαν ενδόψυχα δυο δώρα απόλυτα αντικρινά.
Ένα ατίθασο σπαθί στη θέα των ορίων
και στου ονείρου τη σκηνή, ένα βιολί ειρηνοπόλο,
ν’ αντιπαλεύουν άνισα στο ευερέθιστο πεδίο του αιώνα
για το καλό και το άδικο.
Τούτος ο γόνος,
ο ανήσυχα κοχλάζων απόηχος της δημιουργίας
κι ο λόγος ο απελέκητος που ανήξερα σ’ ανάθρεψε,
καθώς (συχνά) και τούτη η απρόσκλητη ανέχεια,
μαντέμι ταίριαξαν παράξενο – κλωνάρι μας –
με ακαθόριστες κρυσταλλικές προσμείξεις
του άνθρακα και της ψυχής,
τόσο σκληρό, μα τόσο εύθραυστο.
Κι ως αναμέναμε – πιστοί – να ιδούμε
αν το δοξάρι θα μετράς ή θ’ ακονίζεις το σπαθί,
εσύ, τα όρια εκτοπίζοντας δραπέτευσες,
της λευτεριάς σου κόβοντας τα ήρεμα σκοινιά.
Κι όλοι εμείς που απόμακρα ατενίζουμε τη σκοτεινή σου διαφυγή
χέρια ανοιχτά ανεμίζοντας – μαζί κι η Αθηνά –
καταγινόμαστε τούτο να ξεθάψουμε
το ευαίσθητο βιολί το απόρθητο
μεσ’ απ’ την άβυσσό σου, την ανθρωπινή.
Κι αναρωτιόμαστε πυκνά…
Μην τάχα αγγέλοι δεν ξαγρύπνησαν στον ύπνο σου τον ελαφρύ;
Μα… Τούτο να ξέρεις πρέπει μοναχά,
ότι μπορείς το ξίφος σου να σπάσεις το άσωτο
μια μέρα ιερή – όπου θα ταραχθούν τα ύδατα –
στην αλγεινή σου θέληση απάνω
που ανόθευτες αξίες θα θεριέψουν.
Έτσι κι αλλιώς για να πετάξει η χρυσαλλίδα
μία σταγόνα αίμα πρέπει ξοπίσω της ν’ αφήσει!!
ΑΘΩΑ ΕΠΑΦΗ
Ξεκινώντας μιαν αθώα επαφή
από ανάγκη να ξεκλειδώσουμε
τη θυρίδα της ψυχής μας,
ένα φιλί για κάθε μήνυμα εξαχνώθηκε
στις παρειές των αγγιγμάτων.
Φιλί – φιλί ερμηνέψαμε
ιονίζουσες επιθυμίες
φορτισμένες ερωτικά
απ’ τον ήλιο της απόστασης.
Μόλις ζυγώσαμε…
- δίχως αλεξικέραυνο -
η εκκένωση ήτανε σφοδρή.
Ποτέ δεν καταφέραμε να μείνουμε
σε μιαν αθώα επαφή!
ΓΕΝΕΣΙΣ
Είπε – την ώρα της γένεσης – ο ποιητής:
«Θα στραγγίξω το όνειρο!
Θα το στύψω, ως την τελευταία του σταγόνα.
Μες στο χυμό του, θα ιριδίζουν χρώματα ουράνιου τόξου
σα μια σταγόνα ήλιου χυμένη σ’ απομεσήμερου βροχή.
Και πότε με τα φτερά τού λόγου
και πότε με τα σπαθιά του, θα τ’ αναδεύω·
σε μια κίνηση να βρίσκονται αέναη
μην τύχει και ταγγίσουν.
Μιαν υπερούσια αρμονία λόγων και χρωμάτων
να ρέει, πότε ήσυχα και πότε ταραγμένα
μα πάντα σύγχρονα με τα φυσικά νερά του μέλλοντος χρόνου
μα πάντα αταίριαστα με τα γνωστά καλούπια του πίσω χρόνου.»
Τότε… ήρθες εσύ!!
Είπες πως είσαι ζωγράφος και… μου ‘δειξες την καρδιά σου!
Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία!!
Είχες ανάγκη να πιεις λόγου απόσταγμα.
Σου πρόσφερα…αγίασμα!!
Κι εσύ βρε αθεόφοβε, με μιαν ανάσα το ‘πιες!!
Και μέθυσαν μέσα σου με μιας
και ξεσηκώθηκαν και λευτερώθηκαν
τα πιο μερωμένα σου όνειρα,
οι πιο ατίθασοι άνεμοι κι οι πιο παρθένες φαντασίες σου.
Τότε… αφού έστρωσες τον κρύο μουσαμά με κόκκινο,
με πήρες απ’ το χέρι,
με πήγες και με ξάπλωσες σ’ αιμάτινο κρεβάτι.
Σε μιαν ανένταχτη παλέτα
όπου χίλιες λέξεις χόρευες – ανάμεικτες αισθήσεις –
αντινομούσες πνεύματα, ψηλάφιζες ρυθμούς
κι άνοιγες ρεύματα
που αβίαστα και δίκαια παράσερναν
τα πρόθυμα σώματα των κληρονόμων εραστών.
Κι ασθμαίνοντας επίτοκα ψιθύριζες:
«Λόγος και χρώμα· νεόρρυτα, ακίβδηλα, ανένδοτα
και λίγη μέθη ευδόκιμη
μη γεννηθούμε – φίλε μου – ξεπερασμένοι!»
ΕΝ ΑΡΧΗ…
«Εν αρχή ην ο Λόγος».
Κι ο Λόγος, ο άναρχος άρχων – ο άνευ κενού – εν αρχή πληρώθηκε.
Κι η ανούσια ύλη, – η θεογέννητη «άθεη» – εν αρχή υπόκειται.
Υπάκουα εναγόμενη…
ελίσσεται αέναα σε μυστικούς επίδοξους χορούς
ώσπου κατάκοπη και ιδρωμένη
αποζητά εναγωνίως την υπέρτατη αναγνώριση
αξιώνοντας το ζωογόνο φύσημα
από πνεύμα ύψιστο κι αγαθό
που φροντίζει στο τέλος να σβήσει τα θεοφόρα του ίχνη
απομένοντας άφθαρτος Λόγος – ανεξήγητος.
Εμείς λοιπόν…απαράμιλλα όντα της θείας φθοράς,
(ότι γη ει και εις γην απελεύση)
παραβλέποντας – σκόπιμα – την υπερούσια πράξη,
– πάντα –
μάταια θα ρεμβάζουμε, ματαίως θα ερευνούμε
φιλόσοφα ή φιλόπρακτα
ωσάν κάποιος να ‘χει κόψει την πρώτη μας σελίδα.
Κι έτσι… στόχος και σκοπός κι ενδιαφέρον ατέρμονο
θα κυριαρχούν το αδυσώπητο μέλλον μας,
ελπίζοντας πως κάπου φτάνουμε
ανακαλύπτοντας ολοένα και σκοτεινότερες λάμψεις
παραβιάζοντας οικτρά τη δεδομένη αρμονία των ορίων,
τη λύση θεωρώντας του Λόγου, αυτοσκοπό αναμάρτητο.
Και ιδού… – εμφαίνεται και πάλι εμπρός –
η εξ αρχής ολόγυμνη αποκάλυψη:
«Εν αρχή ην ο Λόγος»… κι εν αρχή πληρώθηκε.
Κι εν τέλει και νυν και αεί, πεπληρωμένος ο Λόγος,
Άξιος Εστί!!
ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ
Ανίχνευσε το σώμα του κρασιού!
Στο μέρος της καρδιάς, φυλάξου…
Αδέκαστοι οι μήνες λειτουργούν τα μεσημέρια.
Κι ο βασιλιάς ο Αύγουστος – αυτόπτης μάρτυρας –
με τον Έρωτα
τρυγώντας πανσέληνους και μεθυσμένες Κυριακές…
ξαφνιάστηκε!!
Σε είδε, την ώρα που μετάγγιζες κρυφά
το απέναντί σου βλέμμα.
ΘΑ ‘ΘΕΛΑ ΠΟΛΥ…
Θα ‘θελα πολύ…
απ’ τα σύννεφα πιο πάνω να σταθώ,
τον ήλιο κατάματα ν’ αδράξω,
να τυφλωθώ στο ιδεογόνο φως του,
να γεννηθούν – ξανά – τα αισθήματα τ’ αθώα.
Μα οι αλυσίδες που δένουν
τα φτερά μου με τη γη
αδιαπραγμάτευτα βαριές.
Δεν αξιώνω δίχως ενοχές
και τύψεις να πετάξω.
Θα ‘θελα πολύ...
να υμνήσω την αλαζόνα πεταλούδα
σ’ όλα τα συνετά της στάδια.
Μα η θέση του ψάλτη μένει άδεια
και όνειρα φθαρμένα βελάζουν πονηρά.
«Σαν θες ν’ απολαμβάνεις αιθέριες πεταλούδες
τις αδηφάγες κάμπιες πρώτα
πρέπει ν’ ανεχτείς».
Θα ‘θελα πολύ…
να κελαηδήσω μ’ όλα τ’ ανύποπτα πουλιά
στους γάμους των περιστεριών.
Μα οι φωνές των αστεριών
έχουν ακρόχρονα σωπάσει
καθώς οδύνες αναδεύονται
σε λαμπερά ανοξείδωτα μυαλά
αναζητώντας χαντάκι παρακατιανό
να εκβράσουν άψητα
τα μέλλοντα παράγωγά τους.
Πολύ θα το ‘θελα αλήθεια
μιαν άνοιξη εργατική
να κελαρύσω στου ποταμού τη ρότα.
Μα κάποιος τη ροή του ιδρώτα
εκουσίως έχει αλλάξει και…
στην άβυσσο την οδηγεί.
Θα ‘θελα ακόμη – να πάρει ευχή – πολύ…
τον έρωτα ν’ αγγίξω στα πλευρά
των γόνιμων τεμπών του.
Μα πάνω που το τόλμησα
οι σκέψεις μου Ερινύες, πρόφτασαν
κι αυθαίρετα τις θέσεις μου αναίρεσαν
στον πύργο των πνευμάτων.
Τα στολίδια μου – γι’ αυτό –
δεν έχουν τόπο να σταθούν.
Τα κοίμισα ανενεργά
στη φάτνη των ονείρων.
Κι ίσως… κάποτε βρεθεί
κάποιο ανέμελο κεντρί
ανώριμα να τα ξυπνήσει.
Τώρα… μονάχα εφιάλτες
ασκόπως – τάχα – τριγυρνούν
κι αναμοχλεύουν και θρηνούν
με θράσος περισσό
την περιούσια δομή
των εγερμένων παγετώνων.
ΔΕΝΤΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΟΥ
Έτυχε να είστε μπροστά μου
την ώρα αυτή.
Η όψη σας κέντησε την προσευχή μου.
Τον ουρανό θέλησα να δω μεσ’ απ’ τα σύννεφα,
μα… τον ραγίσατε με τα γυμνά κλαριά σας
σαν ιστός πλεγμένος από αράχνη ακατάστατη.
(Άραγε η τέχνη του ζωγράφου είναι από σας παρμένη;)
Ακατάστατη μεν, προνοητική δε.
Αφού μερίμνησε να υφάνει τις άκρες σας
εγκυμονούσες κι απόρθητες
κρύβοντας μέσα τους – έναν ολάκερο χειμώνα –
το γόνο της ζωής.
Δέντρα του Μαρτιού!!
Θα προσεύχομαι μέρα τη μέρα,
τη νέα σας ανάσταση.
… ΣΤΟ ΡΕΜΑ
Ίσως… δυο οργιές απόγνωσης
μας χωρίζουν απ’ την απώτατη συνέχεια.
Εδώ που φτάσαμε,
θέλουμε δε θέλουμε θα γυρίσουμε…
πίσω στο ρέμα… Στο ρέμα…
γιατί ο γκρεμός, είναι άγνωστος ακόμη.
Ίσως… τον προτιμήσουμε στο μέλλον, αν
το ρέμα δεν μας σώσει εν τέλει.
Οι κανόνες και τα όρια και τα πρέπει
θα βασιλέψουν και πάλι.
Οι συντεταγμένες δεν αστοχούν ποτέ.
Ποιος είπε ότι λευτερωθήκαμε
στην κορυφή της Βαβέλ;
ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ
Αν πατήσω τούτο το πλήκτρο, άραγε τι θα συμβεί;
Συνήθως – σχεδόν πάντα – τα πλήκτρα ενεργούν,
λειτουργούν, δημιουργούν συνέπειες τραγικές ή αγαλλίασης.
Μα τα πλήκτρα – συχνά – τα ονομάζουμε διακόπτες.
Διακόπτουν! Άρα κόβουν, άρα σταματούν, άρα σκοτώνουν!
Τι λάθος όνομα Θεέ μου!!
Αν το ‘χα σκεφτεί έτσι, δεν θα ετόλμαγα ποτέ
κανένα πλήκτρο να πατήσω, κανένα διακόπτη να αγγίξω.
Μα εγώ, πώς τον ορίζω αλλιώτικα, σαν κάτι που ενώνει,
κάτι που μόνο συνεχίζει, κάτι που μόνον αγκαλιάζει, αγγίζει, ζωντανεύει.
Τι λάθος όνομα Θεέ μου!… Διακόπτης!!!
Μα ναι! Στο πρώτο πάτημα, εγένετο φως, κίνηση, έργο, ζωή!
Ένωση!… Επαφή!…
Να, μια ματιά που ενώνει, - μην κλείσεις τα μάτια σου!
Να, μία λέξη που ανασαίνει, - μην κλείσεις το στόμα σου!
Να, μια πυρκαγιά που κατακαίει… Συνέχισε…
Ο διακόπτης δε λειτουργεί… Συνέχισε… Κάψε με…
Ο διακόπτης δεν κόβει πια, δε σκοτώνει, δεν επιστρέφει!
Ένωση!… Επαφή!… Μη θορυβείτε, μη θορυβείστε!
Μην καλείτε, μη φρονείτε!
Μην επιστρέψετε, μην επιτρέψετε!
Άδικο όνομα!… Άδικο νόημα!…
Ενωθείτε… Συνεχίστε… Μη χωρίζετε…
Τούτο το βραχυκύκλωμα, μας ενώνει ορμητικά,
ανυπάκουα, ανεξέλεγκτα.
Χαίρε η βλάβη η παντοτινή!!
Σε βάφτισα: Ενωτικός – Ενωτικό – Ενωτική.
ΠΕΝΤΕ ΠΛΗΝ ΜΙΑ, ΙΣΟΝ ΧΙΛΙΕΣ
Γεννήθηκα σε όνειρο που δε φεγγοβολά.
Κι όταν ξυπνώ, η νύχτα απομένει.
Μα οι βουλές οι θεϊκές, αφήστε με να το γευτώ
στις άκρες των δακτύλων
τις ώρες του άγνωστου μεσημεριού.
Να το λειάνω – αγόγγυστα – καταμεσής στην εύκρατη έρημο
της μοναξιάς μου με την τραχιά της άμμο,
όταν ο έρωτας θα τακτοποιεί τις τύψεις του τη μεγάλη μέρα.
Να οσμιστώ την αγάπη, να νιώσω πούθε έρχεται.
Τη ζωή μου να ορθοδομήσω στα επώδυνα χείλη των καιρών
που θα ‘ναι για μένα – μετά από ατέλειωτες προσευχές.
Κι αναπαμένος ν’ ακούσω στο πλήρωμα του χρόνου
τη ζεστασιά των κυμάτων του.
Αναπτερώθηκα, προσηλωμένος στο απόλυτο κουαρτέτο
των αισθήσεων που μου ‘χουν απομείνει
δίχως ουράνια σώματα να μου ορίζουν το σύμπαν.
Πέντε οι θύρες του σύμπαντος κόσμου πλην μία κλειστή
- η σπουδαιότερη ίσως -
κι αντάλλαγμα ρητό, τα ζωντανά παράθυρα ψυχής απέραντης,
πέρα κι από το σύμπαν.
Πώς να σε φανταστώ!!
Όλο το φως του κόσμου χαμογελάει ένοχα
μπρος στους τρομερούς καθρέφτες της αλήθειας.
Να ρίξω επιθυμώ τους προβολείς της ψυχής μου
πάνω στη δική σου
γιατί έτσι μονάχα μπορώ να σε διακρίνω.
Κι όλα τ’ άλλα, μου είναι σχεδόν περιττά
γιατί το χρώμα των μαλλιών σου θα ‘ναι τ’ ωραιότερο.
Το χρώμα των ματιών σου – σαν και το δικό μου – το ακριβότερο.
Δε θα το μάθει κανείς!
Ούτε ο ήλιος, ούτε το φεγγάρι και τ’ άστρα.
Κανείς!
Γιατί τα μάτια σου, τα μάτια μου, απόθεσαν το βλέμμα τους
στην άμετρη κοιλάδα της καρτεροσύνης
κι απολυτρώθηκαν
αφήνοντας τιμή ανεκτίμητη
την αυθεντία του φωτός.
Και καθώς το αφόρητο δέος επιβουλεύεται
τη λευτεριά του οίκτου
βιάζομαι να ομολογήσω τον ορυκτό μου ειρμό:
«Όλο το φως του κόσμου ανυπεράσπιστο
μπρος στις τεθλασμένες ψυχές των υπερτάτων ορίων».
Γιατί έτσι κι αλλιώς είμαι κι εγώ τυφλός
σαν τον έρωτα! Σαν το φώς!!
Είμαι ο έρωτας… τυφλός… απλήρωτος!...
Είμαι τυφλός από έρωτα κι απ’ το δικό σου
φως!
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ (1)
Καθώς επαργύρωνε έντεχνα
τις μαυρισμένες από ατέλειωτη υπομονή λέξεις του,
άλλες βυθισμένες στη χολή και άλλες στο μέλι·
ο πιο σεμνός – μα ένθερμος – λειτουργός του λόγου,
επέτρεψε στον εαυτό του
μιαν ακόμη απέλπιδα δοκιμασία – αναπότρεπτη.
(Τούτη η φωτιά, όσο κι αν θυμώνουν οι καιροί, δε λέει να σβήσει.)
Κι ύστερα… Συνεπαρμένος από το νάρκισσο πειρασμό,
αναγνωρίζει για πολλοστή φορά τον εαυτό του
στον ανυπόληπτο καθρέφτη της μέθης.
Μα, σύντομα αφυπνίζεται στον πρόναο των ανιόντων ιδεών…
κι αποτιμά:
Μονάχη του έγνοια και παρηγοριά, να επαληθεύει όνειρα
σε δύσβατους πόθους, λαξεμένα κατάσαρκα στη ζέση του λόγου.
Άραγε θα βρεθεί κάποιος να τα ερμηνέψει;
Κι αν ναι, θα τα τιμήσει ανάλογα,
έτσι κατά πώς τα πρέπει,
καθώς τον κόπο και το μόχθο που έβαλε
για κάθε μια σταγόνα ασημιού που έλιωνε
πάνω απ’ τις θαμπές σφυρήλατες λέξεις·
που ξεφύσαγε, ίδιο φυσερό καμινιού
να κρατά τη φωτιά δραστική
μην τύχη και κρυώσει η καρδιά τους;
Ίσως… λίγη θέρμη να ‘χει απομείνει ακόμη
ως εκείνη την ύστερνη στιγμή
που θα μ’ αγγίξεις
στο μέτωπο.
Τότε κι εγώ, θα σου δείξω την τέχνη μου.
Πώς – δηλαδή – ν’ αντέχεις τη μεταθάνατον σιγή.
Γιατί… είναι αγγέλου φύτρα ο ποιητής.
Κι όταν πεθαίνει, ξαναζεί… και
με θωριά αγγέλου στις έγνοιες μας
πλανιέται!
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΚΟΡΗ
Σαν εγεννήθη από παλιά
- σε κούνια ελληνική τα πρώτα κλάματά της -
πολύ την επροσέχαν όλοι,
από κινδύνους πάμπολλους να την εσώσουν
καθώς πολλοί επαραμόνευαν
που χάσαν αναπάντεχα
το κέρας της Αμάλθειας, το ένοχο.
Ολοχρονίς μεγάλωνε, πανώρια κοπελιά!
Την καμαρώναν όλοι μα…
δε συμφωνούσανε ποτέ πώς την εθέλανε ντυμένη.
Συχνά ετσακωνόντουσαν για την καλύτερη θωριά της,
γιατί γονείς δεν τη σαρκώσανε, να ‘χουν τον πρώτο λόγο,
καθώς με βάσανα πολλά γεννήθηκε απ’ του λαού τα σπλάχνα.
Κάποιοι την ήθελαν ξανθή, μελαχρινή τη θέλαν άλλοι, ή καστανή ή…
κατάλευκη κοκκινομάλλα.
Κάποιοι την έντυναν βαριά μην τύχει – λέει – κι αρρωστήσει
κι άλλοι τα κάλλη της εθαύμαζαν μ’ ανάλαφρα μεταξωτά.
Άλλοι τη θέλαν αυστηρή και με χαμόγελα άλλοι.
Κάποιοι κατά καιρούς την αλυσόδεναν και την εκλείνανε
σε σκουριασμένα χρόνια
κι άλλοι θυσία γίνονταν για να την αναστήσουν.
Ταλαίπωρή μας κοπελιά…
Πώς στην ευχή να σε χαρούμε;
Σε σένανε ξεσπούμε
σα δε μας φτάνει η ανθρωπιά!
Χιλιάδες χρόνια τώρα πια, θαρρώ,
ωρίμασε η κοπελιά μας.
Με δοκιμές επώδυνες και πρόβες – που της εκάμαμε όλοι –
θαρρώ ωριμάσαμε κι εμείς και ξέρουμε
τι της ελλείπει πια… απ’ τα πολλά ιμάτιά της.
Είναι το φόρεμα ‘κείνο το λευκό
που όλοι το γνωρίζουμε κι όλοι το μελετούμε
μα… να της το χαρίσουμε
δύσκολα το μπορούμε!
Μα αν κάποτε τολμήσουμε και της το χαλαλίσουμε,
τότε είναι σίγουρο…
θα λάμψει η κοπελιά μας πιότερο από ποτέ
μ’ απλότητα και χάρη!
«Εντιμότητα» το λένε…
Κι είναι ακριβό πλεγμένο όνειρο, μ’ όλες εκείνες τις αξιές
που άνθρωποι μεγάλοι και θεοί,
μας έχουνε ηλιοβαφτίσει.
Και μ’ όλα εκείνα τα δεινά και τα χαρμόσυν’ άλλα,
σε τούτο εσυμφωνήσαν όλοι…
Δημοκρατία πάντα να τη λεν
και… με το νάμα του λαού,
για πάντα νια να μένει, κόρη!
ΣΠΟΡΟΦΥΤΟ ΤΥΧΑΙΟ
Δε σε λογάριασε κανείς
σπορόφυτο τυχαίο
αν είσαι πλάτανος ή κυπαρίσσι.
Σε κόβουν κάθε άνοιξη
καθώς είσαι πνιγμένο
ανάμεσα σε λαίμαργα χορτάρια
στ’ αντικρινό χωράφι
της ντροπής.
Μ’ αν κάποτε – δώσει ο Θεός –
και λαθέψουν ή ξεχαστούν
οι αδιάκριτοι θεριστάδες,
έτσι, μονάχα κανα-δυο χρονιές
κι αν καταφέρεις να ξεπεταχτείς,
τότε θα σε προσέξουν
και θα σε λογαριάσουν
καθώς θα ‘χεις ήδη ξεχωρίσει
και θα τρυπάς
με την ακίδα της κορφής σου
του θεριστή το μάτι και…
πού ξέρεις… κάποτε… σαν μεγαλώσεις
μπορεί και να καθίσουν
στον ίσκιο σου από κάτω ν’ αναπαυθούν
ή και να γράψουν ακόμη κανένα ποίημα
για σένα και να ομολογήσουν τα πάθη τους
κι ύστερα να φύγουν τραγουδώντας
έχοντας στη τσέπη τους
κανα-δυο σπόρους.
Φτάνει μονάχα να τα καταφέρεις!
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ (2)
Δεν θέλω να σου πω
κάτι προμελετημένο.
Θέλω το λόγο πυρακτωμένο κι ακατέργαστο
την ώρα της γένεσης να παραλάβω.
Κι ύστερα στο εργαστήρι
της λογικής των αισθημάτων
– με ονειροβολή –
να τον λειάνω, να τον οξύνω
και πρώτος εγώ, αφού τον καμαρώσω,
να τον αφήσω να πλεύσει
μόνος του
στις επιθυμίες του κόσμου.
Κι αν καταφέρει να μη βυθιστεί
στη φουρτούνα τους,
εκεί θα φανεί τι καπετάνιος είναι!
ΠΛΗΓΕΣ ΙΔΕΩΝ
Ωραία λοιπόν… Ας είναι…
Θα μιλήσω και πάλι για τις πληγές μου.
Εμπρός… Ψηλαφίστε με… Η διάθεσή μου
Υποφέρω…! Πεθαίνω κι αναγεννιέμαι
στη γνώση την ανέφικτη του φωτός και του σκότους,
του χαμηλού και του υψίστου,
του μεγίστου και του λιγοστού.
Η εναλλαγή των μεταπτώσεων αναδεύει βάναυσα
το θρεπτικό υλικό, της αναδόχου ύπαρξης,
σε μια στιγμή – ίσως την τελευταία – όπου
η οικουμένη
διανύοντας την ευτροφότερη περίοδό της,
έχει χάσει αναπάντεχα τον αρχικό βηματισμό της.
Κι η σφαίρα όπου σταλάξαμε λόγο και αίμα
ξεσηκώνει τώρα αθόρυβους μυσταγωγούς
που λειτουργούν πρωτόγονα, ερμηνεύοντας
στους εξόριστους ελαιώνες την αλφαβήτα των ιδεών.
Και το δέντρο – το δήθεν καχεκτικό και άκαρπο –
πώς χαίρεται αλήθεια καθώς προβάλει επί τέλους
μεσ’ απ’ το βάραθρο των πολυκατοικιών!
ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Πώς μπορεί αλήθεια
τούτος ο ουρανοξύστης
να στέκεται όρθιος
όταν στη βάση του
κείτεται πεινασμένος και άρρωστος
ο εν δυνάμει… Θεός;
Πώς μ’ ενοχλεί αλήθεια
τούτος ο αλιγάτορας
στο μέρος της καρδιάς σου,
ιδίως
όταν μιλάς για φτώχεια!
Πολύ ψέμα, λίγη αλήθεια.
Πολύ αίμα, λίγη βοήθεια.
Ιδού… ο εν δυνάμει
Άνθρωπος.
ανάμεσα σε λαίμαργα χορτάρια
στ’ αντικρινό χωράφι
της ντροπής.
Μ’ αν κάποτε – δώσει ο Θεός –
και λαθέψουν ή ξεχαστούν
οι αδιάκριτοι θεριστάδες,
έτσι, μονάχα κανα-δυο χρονιές
κι αν καταφέρεις να ξεπεταχτείς,
τότε θα σε προσέξουν
και θα σε λογαριάσουν
καθώς θα ‘χεις ήδη ξεχωρίσει
και θα τρυπάς
με την ακίδα της κορφής σου
του θεριστή το μάτι και…
πού ξέρεις… κάποτε… σαν μεγαλώσεις
μπορεί και να καθίσουν
στον ίσκιο σου από κάτω ν’ αναπαυθούν
ή και να γράψουν ακόμη κανένα ποίημα
για σένα και να ομολογήσουν τα πάθη τους
κι ύστερα να φύγουν τραγουδώντας
έχοντας στη τσέπη τους
κανα-δυο σπόρους.
Φτάνει μονάχα να τα καταφέρεις!
ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ (2)
Δεν θέλω να σου πω
κάτι προμελετημένο.
Θέλω το λόγο πυρακτωμένο κι ακατέργαστο
την ώρα της γένεσης να παραλάβω.
Κι ύστερα στο εργαστήρι
της λογικής των αισθημάτων
– με ονειροβολή –
να τον λειάνω, να τον οξύνω
και πρώτος εγώ, αφού τον καμαρώσω,
να τον αφήσω να πλεύσει
μόνος του
στις επιθυμίες του κόσμου.
Κι αν καταφέρει να μη βυθιστεί
στη φουρτούνα τους,
εκεί θα φανεί τι καπετάνιος είναι!
ΠΛΗΓΕΣ ΙΔΕΩΝ
Ωραία λοιπόν… Ας είναι…
Θα μιλήσω και πάλι για τις πληγές μου.
Εμπρός… Ψηλαφίστε με… Η διάθεσή μου
υποταγή στις στρατιές των
υπερκόσμιων ιδεών
που αφήσανε βαθιά μέσα μου
τα σημάδια τους – τα ουράνια και της γης –
απ’ τις τέσσερις άκρες του ορίζοντα ως
τ’ ανοιχτά του υπερκείμενου σύμπαντος
τα σημάδια τους – τα ουράνια και της γης –
απ’ τις τέσσερις άκρες του ορίζοντα ως
τ’ ανοιχτά του υπερκείμενου σύμπαντος
ταράζοντας – εμπρόθεσμα
ελπίζω – τη στάθμη
ης μέσα μου θάλασσας, την
αστάθμητη,
την αεικίνητη.
την αεικίνητη.
Υποφέρω…! Πεθαίνω κι αναγεννιέμαι
στη γνώση την ανέφικτη του φωτός και του σκότους,
του χαμηλού και του υψίστου,
του μεγίστου και του λιγοστού.
Η εναλλαγή των μεταπτώσεων αναδεύει βάναυσα
το θρεπτικό υλικό, της αναδόχου ύπαρξης,
σε μια στιγμή – ίσως την τελευταία – όπου
η οικουμένη
διανύοντας την ευτροφότερη περίοδό της,
έχει χάσει αναπάντεχα τον αρχικό βηματισμό της.
Κι η σφαίρα όπου σταλάξαμε λόγο και αίμα
ξεσηκώνει τώρα αθόρυβους μυσταγωγούς
που λειτουργούν πρωτόγονα, ερμηνεύοντας
στους εξόριστους ελαιώνες την αλφαβήτα των ιδεών.
Και το δέντρο – το δήθεν καχεκτικό και άκαρπο –
πώς χαίρεται αλήθεια καθώς προβάλει επί τέλους
μεσ’ απ’ το βάραθρο των πολυκατοικιών!
ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Πώς μπορεί αλήθεια
τούτος ο ουρανοξύστης
να στέκεται όρθιος
όταν στη βάση του
κείτεται πεινασμένος και άρρωστος
ο εν δυνάμει… Θεός;
Πώς μ’ ενοχλεί αλήθεια
τούτος ο αλιγάτορας
στο μέρος της καρδιάς σου,
ιδίως
όταν μιλάς για φτώχεια!
Πολύ ψέμα, λίγη αλήθεια.
Πολύ αίμα, λίγη βοήθεια.
Ιδού… ο εν δυνάμει
Άνθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου